Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος γοητεύει το ευρωπαϊκό κοινό
(Εφημ. ΒΡΑΔΥΝΗ, 10.10.2000)
Ο διακεκριμένος πιανίστας μιλά στη «Β» για το νέο άλμπουμ «Achirana», με τους Arild Andersen και John Marshall, την τιμητική πρόταση συνεργασίας από τον Τσάρλι Χέιντεν αλλά και την «αντεπίθεση» της ευρωπαϊκής τζαζ.
Συνέντευξη στον Γιάννη Αλεξίου
Η τζαζ φορά τα καλά της και υποδέχεται τα νέα μουσικά χρώματα του Βασίλη Τσαμπρόπουλου, που η διεθνής καριέρα του ήδη έχει ανατείλει με τις ευλογίες του Μάνφρεντ Άιχερ και της ECM. Μαζί του δύο ονόματα με ξεχωριστή ιστορία, ο μπασίστας Arild Andersen και ο ντράμερ John Marshall, αποτελούν, εδώ και ένα χρόνο, το πρώτο πιάνο-τρίο μετά από πολύ καιρό, που έρχεται με την εσωτερικότητα και την μελωδικότητα του να πάει τη τζαζ ένα βήμα παραπέρα. Το άλμπουμ «Achirana» είναι χωρίς λόγια και όμως λέει τόσα πολλά στον ακροατή. Η δουλειά αυτή έχει παρουσιαστεί ζωντανά σε όλη την Ευρώπη, όπου συνεχίζεται η πετυχημένη περιοδεία. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα δεν έχει πάρει ακόμα... μυρωδιά τι συμβαίνει με το εκπληκτικό αυτό τρίο. Ο πιανίστας Βασίλης Τσαμπρόπουλος, σε μια περίοδο που ετοιμάζεται να συναντήσει επί σκηνής Μεγάρου Αθηνών και Θεσσαλονίκης τον δάσκαλο του Βλαντιμίρ Ασκενάζι, μίλησε στη «Β» για την «Achirana»: «Προέρχεται από μία ινδιάνικη παροιμία που μιλά για δυο ποτάμια, το ποτάμι της ομορφιάς και της αγνότητας τα οποία ξεκινούν από την ίδια πηγή. Όταν κάτι είναι πραγματικά όμορφο, είναι και αγνό ταυτόχρονα. Η εξωτερική ομορφιά συνοδεύεται από ψυχική αγνότητα. Είναι μια επιγραφή που βρήκε ο Άιχερ στο Περού, που του άρεσε και την πρότεινε για τίτλο».
Η ECM έχει δημιουργήσει το δικό της ήχο. Πώς αντιλαμβάνεστε τις ιδιομορφίες του και πώς καταφέρατε να εγκλιματιστείτε σε αυτόν για τη δημιουργία του «Achirana»; «Η ECM είναι μια ιδιαίτερη αισθητική στο χώρο της μουσικής. Δεν είναι τυχαίο που έχει τον προσωπικό της ήχο που βγαίνει και από το μουσικό υλικό, αλλά και από τη δημιουργία του ήχου μέσα στο στούντιο. Δεν έκανα καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Απλά, πέτυχε η μουσική στην οποία κινούμαι και γράφω να ταυτίζεται με το πνεύμα της ECM. Άλλωστε, ο Άιχερ με «διάλεξε» όταν άκουσε ένα προσωπικό παίξιμο μου από ηχογράφηση διάρκειας δύο λεπτών. Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα νέο αισθητικό τρόπο έκφρασης, όχι όμως σαν αυτοσκοπό. Δεν είναι ένα cd το οποίο θα μπορεί να δράσει διασκεδαστικά στον ακροατή. Το θεωρώ πολύ κοντά στην κλασική μουσική. Αν και συγκαταλέγεται στην κατηγορία τζαζ, μπορείς να το ακούσεις όπως ένα δίσκο κλασικής μουσικής».
Ο αυτοσχεδιασμός τι θέση έχει στη δουλειά σας; «Είναι ένα βασικό στοιχείο στη τζαζ, όχι όμως το μοναδικό. Σαφώς υπάρχουν ιδέες και πράγματα που γεννιούνται στο στούντιο, όμως υπάρχουν και πολλά πράγματα που είναι δουλεμένα και προκαθορισμένα σαν μουσικό υλικό από την αρχή. Το «Achirana» δεν είναι ένας αυτοσχεδιαστικός δίσκος».
Τρεις μουσικοί από τρία διαφορετικά σημεία της Ευρώπης (Ελλάδα, Νορβηγία, Αγγλία) βρίσκονται μαζί στο στούντιο. Πώς καταφέρνουν να επικοινωνήσουν; «Κύριος πυρήνας και πόλος έλξης η μουσική. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι συνάντησα τα λιγότερα προβλήματα συνεργασίας που έχω συναντήσει με μουσικούς. Το τελευταίο που ένοιωσα ήταν ότι ο ένας ήταν από τη Νορβηγία και ο άλλος από την Αγγλία. Στο στούντιο υπήρξε εκπληκτικό πνεύμα ομαδικότητας».
Η δουλειά αυτή θα αποτελέσει αφετηρία άλλων συνεργασιών με καλλιτέχνες της ECM; «Ήδη έχουμε σχεδιάσει την επόμενη ηχογράφηση, όμως έχω προτάσεις και από άλλους μουσικούς, όχι μόνο από την ECM. Έχω πρόταση για συνεργασία με τον διάσημο Αμερικανό μπασίστα Τσάρλι Χέιντεν. Μου τηλεφώνησε για να μου εκφράσει το θαυμασμό του για το παίξιμο μου και μου πρότεινε να παίξουμε μαζί».
Η πρωτοπορία της τζαζ στην Αμερική συνεχίζεται ή το ενδιαφέρον έχει μετατοπιστεί στην «αντεπίθεση» της Ευρώπης; «Βλέπω πάρα πολλούς γνωστούς Αμερικανούς μουσικούς να ζητούν συνεργασίες με Ευρωπαίους. Η τζαζ δεν είναι μια μουσική που έχει ταυτιστεί με την αμερικανική νοοτροπία. Είναι ένας πολύ πλατύς όρος. Δεν διαφωνώ ότι η Μέκκα της τζαζ ήταν η Αμερική, όμως πάρα πολλά πράγματα που έχουν γίνει στην Ευρώπη δεν είναι απλώς αξιόλογα, αλλά δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από την αμερικανική μονοπωλιακή μεταχείριση της τζαζ. Νομίζω ότι οι δημιουργίες των Ευρωπαίων μουσικών είναι πιο διεισδυτικές στη μουσική από αυτές των Αμερικανών. Οι Ευρωπαίοι είναι πιο σκεπτόμενοι γύρω από τη μουσική. Πιστεύω στην ευρωπαϊκή κουλτούρα. Η τζαζ δεν είναι μόνο το σουίνγκ. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε».
Η πορεία του άλμπουμ στο εξωτερικό ποια είναι; «Κυκλοφορεί σε όλη την Ευρώπη, την Ιαπωνία, την Αμερική. Στην Ιταλία και τη Γερμανία έχει προταθεί με άλλους δύο δίσκους να μπει στη λίστα των υποψηφίων για τους καλύτερους του 2000. Η πορεία του και οι κριτικές είναι πάρα πολύ καλές. Ήδη, έχουν γίνει συναυλίες σε Αγγλία, Γερμανία, Νορβηγία, Δανία, Αυστρία, Ελβετία, Ιταλία. Μέσα στον Οκτώβριο παίζουμε σε Αυστρία, Γερμανία, το Νοέμβριο σε Ρώμη και Πάρμα και τον Ιανουάριο έχουμε περιοδεία στην Αγγλία (Λονδίνο, Μάντσεστερ, Μπράϊτον, Μπαθ), στο Εδιμβούργο...». Στην Ελλάδα; «Αν μας καλέσουν να παίξουμε, γιατί όχι; Αν σκεφτεί κανείς ότι έχουμε παίξει σε τόσες ευρωπαϊκές χώρες και δεν έχουμε παίξει στην Ελλάδα, είναι κάτι που δεν μας προκαλεί ευχαρίστηση».
Τι αποδοχή υπήρξε στο εξωτερικό; «Είναι φοβερά ενδιαφέρον να βλέπεις τη διαφορετική αποδοχή και τα κοινά σημεία που μπορείς να βρεις σε διαφορετικές χώρες. Τους Γερμανούς, για παράδειγμα, ανέκαθεν τους είχα στο μυαλό μου συγκρατημένους και λίγο ψυχρούς. Μου έκανε εντύπωση το χειροκρότημα τους. Δεν το έχω πάρει σε καμιά άλλη χώρα. Όταν σιγουρευτούν ότι τους αρέσει κάτι, είναι πιο ζεστοί και από τον πιο θερμό μεσογειακό. Το κοινό που άκουσε εμάς είχε ακούσει τις ημέρες εκείνες, στο ίδιο φεστιβάλ, τον Γιαν Γκαρμπάρεκ και τον Κιθ Τζάρετ. Τι τους εμπόδιζε λοιπόν να μας υποδεχθούν πολύ ψυχρά αν δεν τους αρέσαμε; Δεν αγαπώ το κοινό που χειροκροτεί τα πάντα».
Ο τρόπος ζωής σας καθορίζει τη σχέση σας με την Τέχνη; «Η Τέχνη καθορίζει τον τρόπο ζωής μου. Δυστυχώς οι μουσικοί, και όσοι ασχολούνται με την Τέχνη, εκ των πραγμάτων κάποια στιγμή, αν θέλουν να δημιουργήσουν και να κάνουν κάτι όσο γίνεται σοβαρό, γίνονται εγωκεντρικοί γιατί αναγκάζονται να κλείνονται στον εαυτό τους και να αφιερώνουν πολύ χρόνο σε αυτόν. Όταν το κάνεις αυτό δεν γίνεσαι αγαπητός από τους άλλους γιατί ο κόσμος βλέπει τη βιτρίνα. Ο κόσμος βλέπει τη συναυλία και ακούει το δίσκο. Ο κόσμος αποδέχεται τον καλλιτέχνη στη σκηνή. Για να είναι ιδιαίτερος στη σκηνή πρέπει να έχει και ιδιαίτερη ζωή. Δεν μπορεί καθ' όλα να είναι καθημερινός και πάνω στη σκηνή, ως δια μαγείας, να μεταμορφώνεσαι σε ένα καλλιτέχνη όπως σε θέλουν οι άλλοι για να σε χειροκροτήσουν. Αυτό, όμως, σου δημιουργεί πάρα πολλές δυσκολίες στη ζωή σου, γιατί δύσκολα γίνεσαι κατανοητός. Τις πιο πολλές φορές, ο μοναδικός σύμμαχος είναι ο εαυτός σου. Η μουσική δεν είναι μια διαδικασία διεκπεραίωσης καθηκόντων. Είναι δυνατόν να μην έχεις καμιά ιδιαιτερότητα στη ζωή σου, να μη θέτεις κάποιους όρους; Πάρα πολλοί καλλιτέχνες νοιώθουν απομονωμένοι και μεταφράζονται σαν εγωκεντρικοί, αλλόκοτοι, περίεργοι. Δεν είναι πάντα έτσι. Μπορεί να είναι και άμυνα. Είναι ένα θέμα που με απασχολεί πάρα πολύ. Πώς δηλαδή ένας άνθρωπος που ασχολείται με την Τέχνη να καταφέρει να χαλυβδώνεται και να μην γκρεμίζεται καθημερινά από όλα αυτά που μας περιτριγυρίζουν και σε απομακρύνουν από αυτό που θέλεις να δημιουργήσεις και να κάνεις».