«Ο μουσικός είναι δρομέας μεγάλων αποστάσεων»
(Πανσέληνος 13.7.2003)
Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος, ο Άριλντ Άντερσεν και ο Τζον Μάρσαλ, με τη συναυλία τους την Κυριακή 20 Ιουλίου, στις 9.30 μ.μ., κλείνουν την ενότητα Jazz on the Hill του Sani Festival. Με αυτήν την αφορμή ο διαπρεπής Έλληνας μουσικός, ερμηνευτής και συνθέτης μιλάει στην "Πανσέληνο" για την προσωπική του διαδρομή, για την τζαζ και την κλασική μουσική και για την αντοχή ως βασικό προτέρημα του μουσικού.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΟΛΓΑ ΤΣΑΝΤΗΛΑ
(Πανσέληνος 13.7.2003)
Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος, ο Άριλντ Άντερσεν και ο Τζον Μάρσαλ, με τη συναυλία τους την Κυριακή 20 Ιουλίου, στις 9.30 μ.μ., κλείνουν την ενότητα Jazz on the Hill του Sani Festival. Με αυτήν την αφορμή ο διαπρεπής Έλληνας μουσικός, ερμηνευτής και συνθέτης μιλάει στην "Πανσέληνο" για την προσωπική του διαδρομή, για την τζαζ και την κλασική μουσική και για την αντοχή ως βασικό προτέρημα του μουσικού.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΟΛΓΑ ΤΣΑΝΤΗΛΑ
Όσοι παρακολουθήσαν τον περασμένο Φεβρουάριο τη sold out συναυλία του Βασίλη Τσαμπρόπουλου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών έγιναν μάρτυρες μίας σπάνιας όσμωσης κλασικής και τζαζ μουσικής. Ο διεθνούς φήμης πιανίστας και συνθέτης ξεσήκωσε τη σάλα του μεγάρου ερμηνεύοντας Μπαχ αλά τζαζ, αυτοσχεδιάζοντας με καταπληκτική δεξιοτεχνία και κέφι πάνω στις συνθέσεις του Γερμανού μουσουργού. Αυτή είναι η ταυτότητα του Έλληνα μουσικού που, σημειωτέον, είναι ο δεύτερος Έλληνας μετά την Ελένη Καραΐνδρου που μπαίνει στα άδυτα και ηχογραφεί στην ECM, στην εστέτ δισκογραφική εταιρία του Μάνφρεντ Άιχερ. Ο Τσαμπρόπουλος στέφθηκε στην αρχή με δάφνες, επαίνους και διεθνή αναγνώριση για τις ερμηνείες του σε έργα κλασικών, ρομαντικών και Ρώσων συνθετών. Στη συνέχεια όμως ανέπτυξε την ικανότητα, που ανέκαθεν είχε, στον αυτοσχεδιασμό, προσχωρώντας στους πιο ελεύθερους, δαιμονικούς ρυθμούς της τζαζ. Ο πιανίστας, χωρίς ποτέ του να εγκαταλείψει την κλασική μουσική, μεταβίβασε το αριστοτεχνικό του παίξιμο στην τζαζ δημιουργώντας ένα εξαιρετικό ερμηνευτικό υβρίδιο. Τα έντυπα του εξωτερικού τον υποδέχθηκαν όπως και η ECM. Στα στούντιο της ο 'Ελληνας μουσικός ηχογράφησε το "Akroasis", μία προσωπική δουλειά που βασίστηκε στην ανάπλαση βυζαντινών ύμνων, και το "Achirana", που καθιέρωσε τον ίδιο, τον Άριλντ Άντερσεν και τον Τζον Μάρσαλ ως ένα παγκοσμίου φήμης πιάνο τρίο. H συναυλία του τρίο στο Sani Festival στο πλαίσιο του Jazz on the Hill είναι η πρώτη εμφάνιση του σχήματος στην Ελλάδα. Σε αυτήν θα παρουσιάσουν τα νέα ηχοχρώματα της σύγχρονης αισθητικής του αυτοσχεδιασμού μέσα από το "Achirana" και από τη νέα δισκογραφική δουλειά των τριών μουσικών, η οποία θα κυκλοφορήσει πάλι από την ECM στις αρχές του 2004 στην Ελλάδα.
Πώς κάνετε τη στροφή από την κλασική στην τζαζ μουσική; Υπήρξε κάποιος ειδικός Λόγος;
Καταρχάς δεν έχω κάνει στροφή, αλλά έχω μοιράσει κατά κάποιο τρόπο τις δραστηριότητες μου. Η αγάπη μου για την τζαζ ξεκίνησε από την εποχή που βρισκόμουν στην Αμερική. Εκεί ανέπτυξα την ικανότητα που ανέκαθεν είχα να αυτοσχεδιάζω. Πάντα αυτοσχεδίαζα, πάντα έπαιζα τζαζ και πάντα ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι η τζαζ είναι προέκταση της κλασικής μουσικής και ένα μέρος του ρεπερτορίου μου.
Σας έχει βοηθήσει το ένα είδος στην ερμηνεία και στην αντίληψη του άλλου;
Θα έλεγα πως αλληλοσυμπληρώνονται. Από την κλασική μουσική έχω αποκτήσει πολύ μεγάλη πειθαρχία, οργανωτικότητα, εμμονή στη λεπτομέρεια και στην ποιότητα του ήχου μου. Από την άλλη πλευρά, η τζαζ μουσική με έχει απελευθερώσει βοηθώντας με να σπάσω τα κλισέ των κλασικών ερμηνευτών, να βγω από την παρτιτούρα και να δω την κλασική μουσική με μεγαλύτερη χαλαρότητα. Πολλοί εκτελεστές της κλασικής σύνθεσης χαρακτηρίζονται από ακαδημαϊσμό και υποφέρουν από το κυνήγι της τελειότητας. Αποκτούν μουσική σοβαροφάνεια και έτσι αναγκάζονται να κλείνονται σε ένα ερμηνευτικό καβούκι, χάνοντας συχνά την επικοινωνία με το κοινό, που είναι ένας βασικός παράγοντας της μουσικής. Εμένα, λοιπόν, αυτά τα δυο είδη μου έχουν προσφέρει ισορροπία. Φυσικά, δεν αγνοώ ότι η κλασική παιδεία μου είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της επιτυχίας μου στο εξωτερικό και στο χώρο της τζαζ, στην οποία έδωσα καινούρια στοιχεία.
Όταν έχεις εμβαθύνει τόσο πολύ στην κλασική μουσική, όταν όλη σου τη ζωή έχεις μελετήσει βαθιά ένα ρεπερτόριο και το εκτελείς συνέχεια, είναι πολύ φυσιολογικό να έχεις διαφορετικές εμπειρίες από έναν αυτοδίδακτο μουσικό. Ας μην ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των τζαζ μουσικών δεν έχει ακαδημαϊκή εμπειρία. Βέβαια, σημειώνω ότι εγώ δεν χρησιμοποίησα τις σπουδές μου για να ερμηνεύσω τζαζ.
Διακρίνατε, ωστόσο, καχυποψία για αυτήν την απόφαση; Σας έτυχε ο χώρος της τζαζ να σας αντιμετωπίσει ως παρείσακτο και οι κλασικοί μουσικοί ως επίορκο;
Ναι, συνέβη. Δεν με ενοχλεί, ειδικά από τη στιγμή που παίζω πολύ συχνά σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικό κοινό. Το συνάντησα πάντως, και όχι από το χώρο της κλασικής μουσικής. Αντιθέτως, αρκετοί φίλοι μου το αναγνωρίζουν ως κάτι πολύ θετικό. Ο μεγάλος πιανίστας και μαέστρος Βλαδίμηρος Ασκενάζι έχει πει ότι του αρέσει πάρα πολύ η τζαζ εκδοχή μου. Νομίζω ότι και ο ίδιος θα ήθελε να το κάνει. Κι ο μαέστρος Αντρέ Πρεβέν άκουγε πολύ τζαζ.
Πώς, όμως, σας αναγνωρίζει το κοινό; Ως ερμηνευτή του Έβανς ή του Ραχμάνινοφ;
Στην Ελλάδα οι περισσότερες συναυλίες που δίνω είναι στο κλασικό ρεπερτόριο. Κάνω ελάχιστες τζαζ συναυλίες και πολύ επιλεκτικά. Δεν παίζω, δηλαδή, σε κλαμπ, όχι για συγκεκριμένους λόγους, απλά διότι πιστεύω ότι η μουσική μου και οι συνεργάτες μου ταιριάζουν πιο πολύ σε συναυλιακούς χώρους.
Δεν θεωρείτε ότι η τζαζ μεταγγίζει το αίσθημα της καλύτερα σε έναν κλειστό, πιο ζεστό και οικείο χώρο;
Εξαρτάται. Στην Ευρώπη έχω παίξει σε πολύ μεγάλους χώρους, αλλά πέρυσι παίξαμε για δύο βραδιές με το τρίο στο Λονδίνο, στο φημισμένο κλαμπ "Ronny Scott", και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία. Απλά δεν αισθάνομαι και πολύ στο χώρο μου όταν βρεθώ σε κλαμπ, επειδή το 90% των συναυλιών μου πραγματοποιείται σε θέατρα και concert halls. Και πάλι δεν είμαι απόλυτος. Πάντα ακολουθώ το ένστικτο μου και αυτό που θεωρώ καλύτερο κάθε στιγμή. Δεν βάζω κανόνες και ποτέ δεν λέω ποτέ. Είμαι ανοιχτός αρκεί να νιώσω ότι έχω κάτι να δώσω και κάτι να πάρω.
Στη Γερμανία είστε πολύ γνωστός. Έχετε κυκλοφορήσει τους δίσκους σας με την εταιρία-θρύλο ECM, οι δημοσιογράφοι εκφράζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη δουλειά σας. Οι πόρτες αυτής της δύσκολης χώρας άνοιξαν εύκολα;
Η Γερμανία είναι μία χώρα που αξιοποιεί αυτόν στον οποίο μπορεί να επενδύσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα ήταν εύκολα για μένα. Τα πράγματα εξελίχθηκαν από τη στιγμή που έγινε φανερό ότι μπορούσαν να με εμπιστευθούν βάσει των δειγμάτων της δουλειάς μου. Η διαδικασία ήταν απόλυτα αξιοκρατική, κάτι πολύ διαφορετικό από την εμπειρία μου στην Ελλάδα. Γενικά οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζονται, παρά μόνο αν κάνουν καριέρα στην Ευρώπη. Σαφώς μετά όλοι χαίρονται για τον δικό τους άνθρωπο. Αναρωτιούνται, όμως, τι έχουν κάνει για αυτόν τον δικό τους άνθρωπο; Στο τελευταίο μου cd, το "Acroasis", που κυκλοφόρησε από την ECM, είχε πολύ μεγάλη επιτυχία και πήρε διθυραμβικές κριτικές.
Σε αυτόν το δίσκο αξιοποιήσατε και συνθέσατε με βάση τους βυζαντινούς ύμνους. Πώς το αποφασίσατε;
Η ιδέα ήταν να αξιοποιήσω κάτι από τη χώρα μου. Η βυζαντινή μουσική είναι ένα πολύ σπάνιο και πλούσιο μουσικό είδος, το οποίο αναγνωρίζω και αγαπώ πολύ. Δεν θα είχε την ίδια αξία αν έπαιρνα ένα αμερικάνικο γκόσπελ. Κάθε καλλιτέχνης που προσπαθεί να κάνει διεθνή καριέρα πρέπει να αποκτήσει τη δική του ταυτότητα. Επομένως πρέπει να βρει τις δικές του πρωτότυπες, ορίτζιναλ μουσικές εκδοχές και όχι απομιμήσεις.
Στην ECM ηχογραφεί και ο Κιθ Τζάρετ. Σε πολλές κριτικές για τον προηγούμενο δίσκο μου, που κυκλοφόρησε πριν από τρία χρόνια από την ίδια εταιρία, έγραψαν ότι θα μπορούσα να είμαι ο διάδοχος του. Όσο και αν είναι τιμητικό, θεωρώ πιο σημαντικό να αναπτύξω τη δική μου ταυτότητα και όχι να δανείζομαι υλικό, όπως κάνουν πολλοί συνάδελφοι μου, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι. Η αυτοσχεδιαστική μουσική τζαζ είναι μία διεθνής γλώσσα, δεν είναι μόνο μία αμερικάνικη μουσική. Είναι, λοιπόν, κουτό να μιμείσαι τον αμερικάνικο τρόπο παιξίματος. Πάντα θα είσαι ένα αντίγραφο. Και πρέπει να σας πω ότι στη διεθνή δισκογραφία είναι πολύ δύσκολο να ηχογραφήσει κανείς αν δεν έχει να παρουσιάσει κάτι καινούριο. Η δισκογραφία περνάει μεγάλη κρίση διεθνώς.
Οι μεγάλες εταιρείες δεν υπογράφουν πλέον πολυετή συμβόλαια. Δεν θέλουν να δεσμεύονται, διότι έχουν πέσει οι πωλήσεις. Τώρα είναι συμβόλαιο και δίσκος. Ο πρώτος μου δίσκος με το τρίο, το "Achirana", πούλησε στην Ευρώπη 15.000 κομμάτια και η εταιρία δηλώνει πάρα πολύ ευχαριστημένη. Στην Ιταλία όταν ένας δίσκος πουλήσει 3.500 αντίτυπα θεωρείται μεγάλη επιτυχία. Και φυσικά δεν πρέπει να συγκρίνουμε τις πωλήσεις δίσκων κλασικής και τζαζ μουσικής με τις πωλήσεις των τραγουδιστών. Οι τελευταίες, και το λέω μετά βεβαιότητας, είναι πλασματικές. Τα πραγματικά νούμερα είναι πάντα χαμηλότερα.
Ποια εξήγηση δίνετε εσείς για τη γενικότερη κρίση που βιώνει η αγορά της κλασικής μουσικής;
Η αγορά έχει κορεστεί. Κάποια στιγμή βγήκαν πολύ μικρές εταιρείες, που δημιούργησαν πολύ φθηνές παραγωγές. Έτσι ο μέσος ακροατής μπορούσε με 10 ή 8 ευρώ να αγοράσει την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν από μία ορχήστρα της Ουγγαρίας και να την προτιμήσει από την ηχογράφηση της Deutsche Grammophone ή της Φιλαρμονικής της Βιέννης, που θα του κόστιζε 20 ευρώ.
Όπως καταλαβαίνετε, κυκλοφορούν πάρα πολλοί δίσκοι που δεν έχουν τύχη. Καλώς ή κακώς, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η εταιρία που βάζει τη σφραγίδα της στην ηχογράφηση. Στον κορεσμό προστίθεται η οικονομική κρίση, που οδηγεί τις εταιρείες να μειώνουν τις παραγωγές τους. Το κοινό το αντιλαμβάνεται, μπαίνει και η πειρατεία στη μέση...
Το παιδί θαύμα και ο μουσικός
Και όμως οι νέοι και φιλόδοξοι μουσικοί συνεχίσουν να αυξάνονται, χωρίς να μετρήσουμε όλους αυτούς που γεμίζουν τα ωδεία...
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει πρόγραμμα σπουδών για τους ερασιτέχνες, επομένως και οι ερασιτέχνες περνάνε από τα ωδεία. Ο μουσικός, από την άλλη, είναι ένας άνθρωπος που τρέχει σε μαραθώνιο, έχει να διανύσει άπειρα χιλιόμετρα, θα παίζει μουσική μέχρι το τέλος και νια αυτό πρέπει να έχει μεγάλη αντοχή. Μπορεί να κάνεις ένα μπαμ στα 18 ή στα 19, να ακουστούν πολύ καλά λόγια, και στα 35 το αστέρι σου να έχει σβήσει. Αυτό που μετράει είναι η αντοχή. Όπως και το να φτάσεις σε ένα επίπεδο που θα διατηρήσεις.
Στο εξωτερικό βιώνετε ένα κλίμα ευρείας αποδοχής και εκτίμησης. Στην Ελλάδα τι εισπράττετε;
Σε μία συνέντευξη με είχαν ρωτήσει αν σνομπάρω την Ελλάδα επειδή δεν εμφανίζομαι συχνά. Είπα ότι δεν σνομπάρω. Ας μου πει κάποιος αν έχω αρνηθεί μία πρόταση. Κάθε χρόνο κάνω συναυλίες στο Μέγαρο, έχω το κοινό μου, ο Τύπος πάντα με υποστηρίζει, παίρνω καλές κριτικές. Δεν έχω κανένα παράπονο. Όλα αυτά τα χρόνια η δουλειά μου έχει αξιολογηθεί. Στη Θεσσαλονίκη έπαιξα μία φορά στο Μέγαρο Μουσικής με τη Φιλαρμονική της Τσεχίας υπό τη διεύθυνση του Βλαδίμηρου Ασκενάζι. Από τότε έχω εκδηλώσει πολλές φορές την επιθυμία μου να εμφανιστώ ξανά, αλλά δεν υπάρχει ανταπόκριση. Κάνω διεθνή καριέρα, αλλά θέλω να επικοινωνώ με τη χώρα μου και το ελληνικό κοινό, που δεν βρίσκεται μόνο στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσα να αισθάνομαι καλυμμένος καλλιτεχνικά από το μεγάλο κονσέρτο που δίνω κάθε χρόνο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, πόσο μάλλον όταν η σάλα είναι κάθε φορά γεμάτη. Αν το καλοσκεφτώ όμως, δεν μου φτάνει. Αλλά από την άλλη, και πού να παίξω; Πόσα μεγάλα φεστιβάλ υπάρχουν στην Ελλάδα;
Μιλήστε μας για το τρίο που έχετε δημιουργήσει με τον Άριλντ Άντερσεν και τον Τζον Μάρσαλ. Ποια είναι η συνεκτική ουσία του σχήματος;
Με το συγκεκριμένο τρίο έχουμε δώσει συναυλίες σε όλη την Ευρώπη και για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Είμαστε τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, τριών διαφορετικών γενεών και έχουμε συνθέσει ένα σχήμα με ποίκιλλες επιρροές. Ο Άντερσεν είναι ένας πολύ γνωστός μπασίστας από τη Νορβηγία και έπαιζε χρόνια με τον Γκαρμπάρεκ. Ο Μάρσαλ είναι ένας μουσικός που ξεκίνησε πριν από χρόνια από το πολύ γνωστό βρετανικό συγκρότημα "Soft Machine". Η αφετηρία της συνεργασίας μας ήταν ένα έργο που είχα γράψει κατά παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Είχα καλέσει, λοιπόν, τον Άντερσεν και τον Γερμανό τρομπετίστα Μάρκους Στοκχάουζεν, με τον οποίο επίσης συνεργάζομαι. Από τότε δημιουργήθηκε μία φιλία και τα πράγματα κύλησαν. Προέκυψε η συνεργασία με την ECM, οι δίσκοι "Akroasis" (προσωπικός μου) και το "Achirana" με το τρίο, μία δουλειά που πήρε καταπληκτικές κριτικές και χαρακτηρίστηκε από το "BBC Music Magazine" δίσκος του μήνα όταν κυκλοφόρησε. Στο Sani Festival θα παρουσιάσουμε κομμάτια από το "Achrina", αλλά και κομμάτια από το δεύτερο δίσκο μας, που θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα στις αρχές του 2004. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, που νομίζω ότι θα πάει καλά.
Από παιδί θαύμα μουσικός μεγάλων αποστάσεων
Ο διεθνούς φήμης Έλληνας πιανίστας και συνθέτης Βασίλης Τσαμπρόπουλος γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα, όπου ζει με την οικογένεια του. Από ηλικία δέκα ετών άρχισε να κερδίζει βραβεία σε διεθνείς μουσικούς διαγωνισμούς. Αποφοιτώντας από το Εθνικό Ωδείο Αθηνών σε ηλικία δεκαπέντε ετών, συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία του Ιδρύματος "Ωνάση" στο Ωδείο του Παρισιού, στη διεθνή ακαδημία του Σάλτσμπουργκ και στη σχολή Julliard της Νέας Υόρκης. Τα έργα των Μπετόβεν, Μότσαρτ, Σοπέν, Μπαχ αποτελούν κεντρικό άξονα του ρεπερτορίου του, όπως και οι Ρώσοι συνθέτες Ραχμάνινοφ, Προκόφιεφ, Σκριάμπιν. Το εύρος του ρεπερτορίου του ξεπερνά τα εκατό έργα από την προκλασική περίοδο μέχρι τις σύγχρονες μουσικές αναζητήσεις του αιώνα μας, περιλαμβάνοντας αρκετά κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα.
Ως σολίστ ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει συμπράξει με τη Φιλαρμονική της Τσεχίας, τη Φιλαρμονική του Χιούστον, τη Συμφωνική της Γιούτα, τη Συμφωνική της Λυών, την Ορχήστρα της Ιταλικής Ραδιοφωνίας, την Ορχήστρα Δωματίου Βουδαπέστης, την Καμεράτα, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, τη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ. Παράλληλα έχει εμφανιστεί σε σημαντικά διεθνή φεστιβάλ (Λυών, Σπολέτο, Ρώμης, Βαρκελώνης, Αθηνών κ.ά.]. Συνεργάστηκε με κορυφαίους Έλληνες και ξένους αρχιμουσικούς και έχει εμφανιστεί πολλές φορές στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, και στο Ηρώδειο. Οι διακρίσεις του σε μεγάλους διεθνείς διαγωνισμούς (Τορόντο, Μπουζόνι, Λιντς) ήταν η αφετηρία για τη διεθνή σταδιοδρομία του με εμφανίσεις σε μουσικά κέντρα και φεστιβάλ σε όλη την Ευρώπη. Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως ένας εξαιρετικά προικισμένος καλλιτέχνης που καταπιάνεται με πολυποίκιλα μουσικά ιδιώματα. Φημίζεται ως κλασικός πιανίστας, ερμηνευτής μουσικής του 19ου και του 20ού αιώνα, αλλά και για τις αυτοσχεδιαστικές και συνθετικές του ικανότητες. Εκτός από τα έργα για πιάνο έχει συνθέσει έργα για βιολί, τσέλο, για ορχήστρα και για διάφορα οργανικά σύνολα. Από το 2000 συνεργάζεται με τη διεθνή δισκογραφική εταιρεία ECM και έχει ηχογραφήσει τρεις δίσκους. Στο συγκεκριμένο τρίο ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος συμπράττει με έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους μπασίστες, τον Άριλντ Άντερσεν, και τον βετεράνο ντράμερ Τζον Μάρσαλ, φέρνοντας νέα ηχοχρώματα στη σύγχρονη αισθητική του αυτοσχεδιασμού με εμφανείς αναγωγές στον ελκυστικό μυστικισμό του Μπιλ Έβανς. Με το πιάνο τρίο του, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει εμφανιστεί σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις και μεγάλα τζαζ φεστιβάλ με μεγάλη επιτυχία. Για την περίοδο 2003-2004 έχει προγραμματίσει συναυλίες στη Γερμανία, Ιταλία, Νορβηγία, Αυστρία, Αγγλία και Ελλάδα.
Πώς κάνετε τη στροφή από την κλασική στην τζαζ μουσική; Υπήρξε κάποιος ειδικός Λόγος;
Καταρχάς δεν έχω κάνει στροφή, αλλά έχω μοιράσει κατά κάποιο τρόπο τις δραστηριότητες μου. Η αγάπη μου για την τζαζ ξεκίνησε από την εποχή που βρισκόμουν στην Αμερική. Εκεί ανέπτυξα την ικανότητα που ανέκαθεν είχα να αυτοσχεδιάζω. Πάντα αυτοσχεδίαζα, πάντα έπαιζα τζαζ και πάντα ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι η τζαζ είναι προέκταση της κλασικής μουσικής και ένα μέρος του ρεπερτορίου μου.
Σας έχει βοηθήσει το ένα είδος στην ερμηνεία και στην αντίληψη του άλλου;
Θα έλεγα πως αλληλοσυμπληρώνονται. Από την κλασική μουσική έχω αποκτήσει πολύ μεγάλη πειθαρχία, οργανωτικότητα, εμμονή στη λεπτομέρεια και στην ποιότητα του ήχου μου. Από την άλλη πλευρά, η τζαζ μουσική με έχει απελευθερώσει βοηθώντας με να σπάσω τα κλισέ των κλασικών ερμηνευτών, να βγω από την παρτιτούρα και να δω την κλασική μουσική με μεγαλύτερη χαλαρότητα. Πολλοί εκτελεστές της κλασικής σύνθεσης χαρακτηρίζονται από ακαδημαϊσμό και υποφέρουν από το κυνήγι της τελειότητας. Αποκτούν μουσική σοβαροφάνεια και έτσι αναγκάζονται να κλείνονται σε ένα ερμηνευτικό καβούκι, χάνοντας συχνά την επικοινωνία με το κοινό, που είναι ένας βασικός παράγοντας της μουσικής. Εμένα, λοιπόν, αυτά τα δυο είδη μου έχουν προσφέρει ισορροπία. Φυσικά, δεν αγνοώ ότι η κλασική παιδεία μου είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της επιτυχίας μου στο εξωτερικό και στο χώρο της τζαζ, στην οποία έδωσα καινούρια στοιχεία.
Όταν έχεις εμβαθύνει τόσο πολύ στην κλασική μουσική, όταν όλη σου τη ζωή έχεις μελετήσει βαθιά ένα ρεπερτόριο και το εκτελείς συνέχεια, είναι πολύ φυσιολογικό να έχεις διαφορετικές εμπειρίες από έναν αυτοδίδακτο μουσικό. Ας μην ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των τζαζ μουσικών δεν έχει ακαδημαϊκή εμπειρία. Βέβαια, σημειώνω ότι εγώ δεν χρησιμοποίησα τις σπουδές μου για να ερμηνεύσω τζαζ.
Διακρίνατε, ωστόσο, καχυποψία για αυτήν την απόφαση; Σας έτυχε ο χώρος της τζαζ να σας αντιμετωπίσει ως παρείσακτο και οι κλασικοί μουσικοί ως επίορκο;
Ναι, συνέβη. Δεν με ενοχλεί, ειδικά από τη στιγμή που παίζω πολύ συχνά σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικό κοινό. Το συνάντησα πάντως, και όχι από το χώρο της κλασικής μουσικής. Αντιθέτως, αρκετοί φίλοι μου το αναγνωρίζουν ως κάτι πολύ θετικό. Ο μεγάλος πιανίστας και μαέστρος Βλαδίμηρος Ασκενάζι έχει πει ότι του αρέσει πάρα πολύ η τζαζ εκδοχή μου. Νομίζω ότι και ο ίδιος θα ήθελε να το κάνει. Κι ο μαέστρος Αντρέ Πρεβέν άκουγε πολύ τζαζ.
Πώς, όμως, σας αναγνωρίζει το κοινό; Ως ερμηνευτή του Έβανς ή του Ραχμάνινοφ;
Στην Ελλάδα οι περισσότερες συναυλίες που δίνω είναι στο κλασικό ρεπερτόριο. Κάνω ελάχιστες τζαζ συναυλίες και πολύ επιλεκτικά. Δεν παίζω, δηλαδή, σε κλαμπ, όχι για συγκεκριμένους λόγους, απλά διότι πιστεύω ότι η μουσική μου και οι συνεργάτες μου ταιριάζουν πιο πολύ σε συναυλιακούς χώρους.
Δεν θεωρείτε ότι η τζαζ μεταγγίζει το αίσθημα της καλύτερα σε έναν κλειστό, πιο ζεστό και οικείο χώρο;
Εξαρτάται. Στην Ευρώπη έχω παίξει σε πολύ μεγάλους χώρους, αλλά πέρυσι παίξαμε για δύο βραδιές με το τρίο στο Λονδίνο, στο φημισμένο κλαμπ "Ronny Scott", και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία. Απλά δεν αισθάνομαι και πολύ στο χώρο μου όταν βρεθώ σε κλαμπ, επειδή το 90% των συναυλιών μου πραγματοποιείται σε θέατρα και concert halls. Και πάλι δεν είμαι απόλυτος. Πάντα ακολουθώ το ένστικτο μου και αυτό που θεωρώ καλύτερο κάθε στιγμή. Δεν βάζω κανόνες και ποτέ δεν λέω ποτέ. Είμαι ανοιχτός αρκεί να νιώσω ότι έχω κάτι να δώσω και κάτι να πάρω.
Στη Γερμανία είστε πολύ γνωστός. Έχετε κυκλοφορήσει τους δίσκους σας με την εταιρία-θρύλο ECM, οι δημοσιογράφοι εκφράζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη δουλειά σας. Οι πόρτες αυτής της δύσκολης χώρας άνοιξαν εύκολα;
Η Γερμανία είναι μία χώρα που αξιοποιεί αυτόν στον οποίο μπορεί να επενδύσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα ήταν εύκολα για μένα. Τα πράγματα εξελίχθηκαν από τη στιγμή που έγινε φανερό ότι μπορούσαν να με εμπιστευθούν βάσει των δειγμάτων της δουλειάς μου. Η διαδικασία ήταν απόλυτα αξιοκρατική, κάτι πολύ διαφορετικό από την εμπειρία μου στην Ελλάδα. Γενικά οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζονται, παρά μόνο αν κάνουν καριέρα στην Ευρώπη. Σαφώς μετά όλοι χαίρονται για τον δικό τους άνθρωπο. Αναρωτιούνται, όμως, τι έχουν κάνει για αυτόν τον δικό τους άνθρωπο; Στο τελευταίο μου cd, το "Acroasis", που κυκλοφόρησε από την ECM, είχε πολύ μεγάλη επιτυχία και πήρε διθυραμβικές κριτικές.
Σε αυτόν το δίσκο αξιοποιήσατε και συνθέσατε με βάση τους βυζαντινούς ύμνους. Πώς το αποφασίσατε;
Η ιδέα ήταν να αξιοποιήσω κάτι από τη χώρα μου. Η βυζαντινή μουσική είναι ένα πολύ σπάνιο και πλούσιο μουσικό είδος, το οποίο αναγνωρίζω και αγαπώ πολύ. Δεν θα είχε την ίδια αξία αν έπαιρνα ένα αμερικάνικο γκόσπελ. Κάθε καλλιτέχνης που προσπαθεί να κάνει διεθνή καριέρα πρέπει να αποκτήσει τη δική του ταυτότητα. Επομένως πρέπει να βρει τις δικές του πρωτότυπες, ορίτζιναλ μουσικές εκδοχές και όχι απομιμήσεις.
Στην ECM ηχογραφεί και ο Κιθ Τζάρετ. Σε πολλές κριτικές για τον προηγούμενο δίσκο μου, που κυκλοφόρησε πριν από τρία χρόνια από την ίδια εταιρία, έγραψαν ότι θα μπορούσα να είμαι ο διάδοχος του. Όσο και αν είναι τιμητικό, θεωρώ πιο σημαντικό να αναπτύξω τη δική μου ταυτότητα και όχι να δανείζομαι υλικό, όπως κάνουν πολλοί συνάδελφοι μου, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι. Η αυτοσχεδιαστική μουσική τζαζ είναι μία διεθνής γλώσσα, δεν είναι μόνο μία αμερικάνικη μουσική. Είναι, λοιπόν, κουτό να μιμείσαι τον αμερικάνικο τρόπο παιξίματος. Πάντα θα είσαι ένα αντίγραφο. Και πρέπει να σας πω ότι στη διεθνή δισκογραφία είναι πολύ δύσκολο να ηχογραφήσει κανείς αν δεν έχει να παρουσιάσει κάτι καινούριο. Η δισκογραφία περνάει μεγάλη κρίση διεθνώς.
Οι μεγάλες εταιρείες δεν υπογράφουν πλέον πολυετή συμβόλαια. Δεν θέλουν να δεσμεύονται, διότι έχουν πέσει οι πωλήσεις. Τώρα είναι συμβόλαιο και δίσκος. Ο πρώτος μου δίσκος με το τρίο, το "Achirana", πούλησε στην Ευρώπη 15.000 κομμάτια και η εταιρία δηλώνει πάρα πολύ ευχαριστημένη. Στην Ιταλία όταν ένας δίσκος πουλήσει 3.500 αντίτυπα θεωρείται μεγάλη επιτυχία. Και φυσικά δεν πρέπει να συγκρίνουμε τις πωλήσεις δίσκων κλασικής και τζαζ μουσικής με τις πωλήσεις των τραγουδιστών. Οι τελευταίες, και το λέω μετά βεβαιότητας, είναι πλασματικές. Τα πραγματικά νούμερα είναι πάντα χαμηλότερα.
Ποια εξήγηση δίνετε εσείς για τη γενικότερη κρίση που βιώνει η αγορά της κλασικής μουσικής;
Η αγορά έχει κορεστεί. Κάποια στιγμή βγήκαν πολύ μικρές εταιρείες, που δημιούργησαν πολύ φθηνές παραγωγές. Έτσι ο μέσος ακροατής μπορούσε με 10 ή 8 ευρώ να αγοράσει την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν από μία ορχήστρα της Ουγγαρίας και να την προτιμήσει από την ηχογράφηση της Deutsche Grammophone ή της Φιλαρμονικής της Βιέννης, που θα του κόστιζε 20 ευρώ.
Όπως καταλαβαίνετε, κυκλοφορούν πάρα πολλοί δίσκοι που δεν έχουν τύχη. Καλώς ή κακώς, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η εταιρία που βάζει τη σφραγίδα της στην ηχογράφηση. Στον κορεσμό προστίθεται η οικονομική κρίση, που οδηγεί τις εταιρείες να μειώνουν τις παραγωγές τους. Το κοινό το αντιλαμβάνεται, μπαίνει και η πειρατεία στη μέση...
Το παιδί θαύμα και ο μουσικός
Και όμως οι νέοι και φιλόδοξοι μουσικοί συνεχίσουν να αυξάνονται, χωρίς να μετρήσουμε όλους αυτούς που γεμίζουν τα ωδεία...
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει πρόγραμμα σπουδών για τους ερασιτέχνες, επομένως και οι ερασιτέχνες περνάνε από τα ωδεία. Ο μουσικός, από την άλλη, είναι ένας άνθρωπος που τρέχει σε μαραθώνιο, έχει να διανύσει άπειρα χιλιόμετρα, θα παίζει μουσική μέχρι το τέλος και νια αυτό πρέπει να έχει μεγάλη αντοχή. Μπορεί να κάνεις ένα μπαμ στα 18 ή στα 19, να ακουστούν πολύ καλά λόγια, και στα 35 το αστέρι σου να έχει σβήσει. Αυτό που μετράει είναι η αντοχή. Όπως και το να φτάσεις σε ένα επίπεδο που θα διατηρήσεις.
Στο εξωτερικό βιώνετε ένα κλίμα ευρείας αποδοχής και εκτίμησης. Στην Ελλάδα τι εισπράττετε;
Σε μία συνέντευξη με είχαν ρωτήσει αν σνομπάρω την Ελλάδα επειδή δεν εμφανίζομαι συχνά. Είπα ότι δεν σνομπάρω. Ας μου πει κάποιος αν έχω αρνηθεί μία πρόταση. Κάθε χρόνο κάνω συναυλίες στο Μέγαρο, έχω το κοινό μου, ο Τύπος πάντα με υποστηρίζει, παίρνω καλές κριτικές. Δεν έχω κανένα παράπονο. Όλα αυτά τα χρόνια η δουλειά μου έχει αξιολογηθεί. Στη Θεσσαλονίκη έπαιξα μία φορά στο Μέγαρο Μουσικής με τη Φιλαρμονική της Τσεχίας υπό τη διεύθυνση του Βλαδίμηρου Ασκενάζι. Από τότε έχω εκδηλώσει πολλές φορές την επιθυμία μου να εμφανιστώ ξανά, αλλά δεν υπάρχει ανταπόκριση. Κάνω διεθνή καριέρα, αλλά θέλω να επικοινωνώ με τη χώρα μου και το ελληνικό κοινό, που δεν βρίσκεται μόνο στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσα να αισθάνομαι καλυμμένος καλλιτεχνικά από το μεγάλο κονσέρτο που δίνω κάθε χρόνο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, πόσο μάλλον όταν η σάλα είναι κάθε φορά γεμάτη. Αν το καλοσκεφτώ όμως, δεν μου φτάνει. Αλλά από την άλλη, και πού να παίξω; Πόσα μεγάλα φεστιβάλ υπάρχουν στην Ελλάδα;
Μιλήστε μας για το τρίο που έχετε δημιουργήσει με τον Άριλντ Άντερσεν και τον Τζον Μάρσαλ. Ποια είναι η συνεκτική ουσία του σχήματος;
Με το συγκεκριμένο τρίο έχουμε δώσει συναυλίες σε όλη την Ευρώπη και για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Είμαστε τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, τριών διαφορετικών γενεών και έχουμε συνθέσει ένα σχήμα με ποίκιλλες επιρροές. Ο Άντερσεν είναι ένας πολύ γνωστός μπασίστας από τη Νορβηγία και έπαιζε χρόνια με τον Γκαρμπάρεκ. Ο Μάρσαλ είναι ένας μουσικός που ξεκίνησε πριν από χρόνια από το πολύ γνωστό βρετανικό συγκρότημα "Soft Machine". Η αφετηρία της συνεργασίας μας ήταν ένα έργο που είχα γράψει κατά παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Είχα καλέσει, λοιπόν, τον Άντερσεν και τον Γερμανό τρομπετίστα Μάρκους Στοκχάουζεν, με τον οποίο επίσης συνεργάζομαι. Από τότε δημιουργήθηκε μία φιλία και τα πράγματα κύλησαν. Προέκυψε η συνεργασία με την ECM, οι δίσκοι "Akroasis" (προσωπικός μου) και το "Achirana" με το τρίο, μία δουλειά που πήρε καταπληκτικές κριτικές και χαρακτηρίστηκε από το "BBC Music Magazine" δίσκος του μήνα όταν κυκλοφόρησε. Στο Sani Festival θα παρουσιάσουμε κομμάτια από το "Achrina", αλλά και κομμάτια από το δεύτερο δίσκο μας, που θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα στις αρχές του 2004. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, που νομίζω ότι θα πάει καλά.
Από παιδί θαύμα μουσικός μεγάλων αποστάσεων
Ο διεθνούς φήμης Έλληνας πιανίστας και συνθέτης Βασίλης Τσαμπρόπουλος γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα, όπου ζει με την οικογένεια του. Από ηλικία δέκα ετών άρχισε να κερδίζει βραβεία σε διεθνείς μουσικούς διαγωνισμούς. Αποφοιτώντας από το Εθνικό Ωδείο Αθηνών σε ηλικία δεκαπέντε ετών, συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία του Ιδρύματος "Ωνάση" στο Ωδείο του Παρισιού, στη διεθνή ακαδημία του Σάλτσμπουργκ και στη σχολή Julliard της Νέας Υόρκης. Τα έργα των Μπετόβεν, Μότσαρτ, Σοπέν, Μπαχ αποτελούν κεντρικό άξονα του ρεπερτορίου του, όπως και οι Ρώσοι συνθέτες Ραχμάνινοφ, Προκόφιεφ, Σκριάμπιν. Το εύρος του ρεπερτορίου του ξεπερνά τα εκατό έργα από την προκλασική περίοδο μέχρι τις σύγχρονες μουσικές αναζητήσεις του αιώνα μας, περιλαμβάνοντας αρκετά κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα.
Ως σολίστ ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει συμπράξει με τη Φιλαρμονική της Τσεχίας, τη Φιλαρμονική του Χιούστον, τη Συμφωνική της Γιούτα, τη Συμφωνική της Λυών, την Ορχήστρα της Ιταλικής Ραδιοφωνίας, την Ορχήστρα Δωματίου Βουδαπέστης, την Καμεράτα, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, τη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ. Παράλληλα έχει εμφανιστεί σε σημαντικά διεθνή φεστιβάλ (Λυών, Σπολέτο, Ρώμης, Βαρκελώνης, Αθηνών κ.ά.]. Συνεργάστηκε με κορυφαίους Έλληνες και ξένους αρχιμουσικούς και έχει εμφανιστεί πολλές φορές στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, και στο Ηρώδειο. Οι διακρίσεις του σε μεγάλους διεθνείς διαγωνισμούς (Τορόντο, Μπουζόνι, Λιντς) ήταν η αφετηρία για τη διεθνή σταδιοδρομία του με εμφανίσεις σε μουσικά κέντρα και φεστιβάλ σε όλη την Ευρώπη. Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως ένας εξαιρετικά προικισμένος καλλιτέχνης που καταπιάνεται με πολυποίκιλα μουσικά ιδιώματα. Φημίζεται ως κλασικός πιανίστας, ερμηνευτής μουσικής του 19ου και του 20ού αιώνα, αλλά και για τις αυτοσχεδιαστικές και συνθετικές του ικανότητες. Εκτός από τα έργα για πιάνο έχει συνθέσει έργα για βιολί, τσέλο, για ορχήστρα και για διάφορα οργανικά σύνολα. Από το 2000 συνεργάζεται με τη διεθνή δισκογραφική εταιρεία ECM και έχει ηχογραφήσει τρεις δίσκους. Στο συγκεκριμένο τρίο ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος συμπράττει με έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους μπασίστες, τον Άριλντ Άντερσεν, και τον βετεράνο ντράμερ Τζον Μάρσαλ, φέρνοντας νέα ηχοχρώματα στη σύγχρονη αισθητική του αυτοσχεδιασμού με εμφανείς αναγωγές στον ελκυστικό μυστικισμό του Μπιλ Έβανς. Με το πιάνο τρίο του, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει εμφανιστεί σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις και μεγάλα τζαζ φεστιβάλ με μεγάλη επιτυχία. Για την περίοδο 2003-2004 έχει προγραμματίσει συναυλίες στη Γερμανία, Ιταλία, Νορβηγία, Αυστρία, Αγγλία και Ελλάδα.