Συνέντευξη Βασίλη Τσαμπρόπουλου και Νεκταρίας Καραντζή στο avopolis.gr και στον Χάρη Συμβουλίδη
Βασίλης Τσαμπρόπουλος & Νεκταρία Καραντζή: Θα υπάρξουν οι στιγμές που η Δύση διακριτά θα σταθεί απέναντι στην Ανατολή, αλλά και οι στιγμές που οι δύο κόσμοι θα ενώνονται στο ίδιο μέλος...
Tόλμησαν και επιβραβεύτηκαν ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος και η Νεκταρία Καραντζή. Τόλμησαν να δουν τη μουσική πέρα από στεγανά –και πέρα από ορισμένα σκληροτράχηλα πολιτισμικά στεγανά, ας σημειωθεί– και να ξανανοίξουν, από τη δική του σκοπιά ο καθένας, έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ ελληνικότητας και Δύσης. Από τον χώρο της κλασικής εκείνος (με διεθνείς περγαμηνές), από τον κόσμο της βυζαντινής ψαλμωδίας και της δημοτικής παράδοσης εκείνη, Τσαμπρόπουλος & Καραντζή αναζήτησαν κοινούς τόπους σε μια σημαντική συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής το φετινό Πάσχα και φτάνουν τώρα σε έναν δίσκο-συνεργασία για λογαριασμό της ECM (Ώρες), ο οποίος αναμένεται να κυκλοφορήσει λίγο πριν το Πάσχα της ερχόμενης χρονιάς. Στο μεταξύ, η ίδια κεντρική ιδέα, προσαρμοσμένη στο πνεύμα των Χριστουγέννων, αποτελεί τον βασικό άξονα της παράστασης Γένεσις που θα παρουσιάσουν στο Gazarte μεθαύριο 19 του Δεκέμβρη και την επόμενη Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου –δίνοντάς μας την αφορμή για την παρακάτω κουβέντα...
Βασίλης Τσαμπρόπουλος & Νεκταρία Καραντζή: Θα υπάρξουν οι στιγμές που η Δύση διακριτά θα σταθεί απέναντι στην Ανατολή, αλλά και οι στιγμές που οι δύο κόσμοι θα ενώνονται στο ίδιο μέλος...
Tόλμησαν και επιβραβεύτηκαν ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος και η Νεκταρία Καραντζή. Τόλμησαν να δουν τη μουσική πέρα από στεγανά –και πέρα από ορισμένα σκληροτράχηλα πολιτισμικά στεγανά, ας σημειωθεί– και να ξανανοίξουν, από τη δική του σκοπιά ο καθένας, έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ ελληνικότητας και Δύσης. Από τον χώρο της κλασικής εκείνος (με διεθνείς περγαμηνές), από τον κόσμο της βυζαντινής ψαλμωδίας και της δημοτικής παράδοσης εκείνη, Τσαμπρόπουλος & Καραντζή αναζήτησαν κοινούς τόπους σε μια σημαντική συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής το φετινό Πάσχα και φτάνουν τώρα σε έναν δίσκο-συνεργασία για λογαριασμό της ECM (Ώρες), ο οποίος αναμένεται να κυκλοφορήσει λίγο πριν το Πάσχα της ερχόμενης χρονιάς. Στο μεταξύ, η ίδια κεντρική ιδέα, προσαρμοσμένη στο πνεύμα των Χριστουγέννων, αποτελεί τον βασικό άξονα της παράστασης Γένεσις που θα παρουσιάσουν στο Gazarte μεθαύριο 19 του Δεκέμβρη και την επόμενη Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου –δίνοντάς μας την αφορμή για την παρακάτω κουβέντα...
Τι περιεχόμενο θα έχουν οι συναυλίες που θα δώσετε στο Gazarte υπό τον τίτλο Γένεσις; Να τις φανταστούμε ως ένα χριστουγεννιάτικο ανάλογο του προγράμματος Ώρες, που είχατε παρουσιάσει κατά την πασχαλινή περίοδο;
Βασίλης Τσαμπρόπουλος: Η Γένεσις βασίζεται ασφαλώς στην κεντρική ιδέα των Ωρών, προσαρμοσμένη στο μουσικό περιεχόμενο των Χριστουγέννων. Θα υπάρξουν οι στιγμές που η Δύση διακριτά θα σταθεί απέναντι στην Ανατολή, αλλά και οι στιγμές που οι δύο κόσμοι θα ενώνονται στο ίδιο μέλος. Το πρόγραμμα θα κινηθεί από το κλασικό ρεπερτόριο –κυρίως με Bach– έως τους βυζαντινούς ύμνους των Χριστουγέννων, με μια διαφορετική προσέγγιση. Θα περιέχει επίσης στιγμές Γρηγοριανού μέλους και ελληνικών παραδοσιακών καλάντων και τραγουδιών, υπό τον ίδιο διαφοροποιημένο μουσικό τρόπο προσέγγισης μέσα από το πιάνο, που αναμφισβήτητα αναδεικνύει μια εντελώς διαφορετική πτυχή τους. Επίσης, οι ψαλμοί του Δαυίδ, δικής μου σύνθεσης, οι οποίοι αποτελούν τη βάση και την ταυτότητα του συνδυασμού μας, θα έχουν την τιμητική τους.
Η συνεργασία σας θα αποκτήσει σύντομα και δισκογραφική υπόσταση, μέσω της ECM. Σε ποιον βαθμό το κοινό σας άλμπουμ θα απηχεί όσα θα έχουμε δει επί σκηνής το 2013 και σε τι θα διαφοροποιείται από τις συναυλίες;
Β.Τ.: Με την ECM συνεργάζομαι από το 2000, έχοντας ήδη 6 επιτυχημένους δίσκους. Πρώτη φορά ωστόσο αισθάνομαι αυτό το «κάτι ιδιαίτερο» για το μέλλον του δίσκου μας που έρχεται. Όταν ηχογραφήσαμε το υλικό με τη Νεκταρία, ήμουν σίγουρος για την απάντηση της ECM –και δεν διαψεύσθηκα... Ως προς το περιεχόμενο, έχουν διαφοροποιηθεί κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις μου σε κομμάτια που παρουσιάσαμε στις Ώρες και τα οποία θα εμπεριέχονται. Μάλλον θα έλεγα ότι τηρήσαμε ένα γενικό ύφος μυστηρίου και κατάνυξης. Περιέχονται επίσης και μέλη που δεν περιλήφθησαν στις Ώρες του Μεγάρου. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει λοιπόν, πρώτα ο Θεός, λίγο πριν το Πάσχα του 2014. Θα έχει τον τίτλο Ores και θα παρουσιαστεί με μια μεγάλη συναυλία στην αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, την ίδια περίοδο.
Είχα παρακολουθήσει τις Ώρες, έτυχε μάλιστα να κάθομαι δίπλα-δίπλα με τον Δημήτρη Βερύκιο, έναν από τους δασκάλους της Νεκταρίας Καραντζή. Στο διάλειμμα, μια κυρία ήρθε να τον χαιρετίσει και δειλά-δειλά τον ρώτησε «πώς σας φαίνεται»; «Είναι καλό», της απάντησε εκείνος, για να ανταπαντήσει αυτή «για να το λέτε εσείς... γιατί εμάς, να, μας φαίνεται λιγάκι παράξενο...». Έχετε συναντήσει κι εσείς τέτοιες αντιδράσεις; Και πώς τις χειρίζεστε;
Νεκταρία Καραντζή: Τώρα μάλλον θα σας εκπλήξω... Παρότι επί της ουσίας τον χαρακτηρισμό «παράξενο» τον θεωρώ καλή κριτική –γιατί πράγματι το άκουσμα αυτού του συνδυασμού είναι ανοίκειο, απρόβλεπτο και μη γνώριμο– οφείλω να σας αποκαλύψω κάτι. Περιγράφοντας το περιστατικό αυτό, το οποίο θυμάμαι πως προτάξατε και στην κριτική σας για το Avopolis, τότε μετά τη συναυλία μας (για την οποία σας ευχαριστούμε) μου είχατε θυμίσει έντονα έναν τύπο διαλόγου που έχω ξανακούσει...
Φαντάστηκα έτσι αμέσως για ποια κυρία επρόκειτο. Πρέπει λοιπόν να σας πληροφορήσω, επειδή το διασταύρωσα, ότι η κυρία αυτή ήταν η μητέρα μου! Η οποία, από τότε που ήμουν σε μικρή ηλικία, σεβόμενη πάντοτε τη γνώμη του κυρίου Βερύκιου, όχι μόνο τον ρωτούσε αλλά τον «προκαλούσε» να απαντήσει σε ενδεχόμενες επιφυλάξεις για τις μουσικές επιλογές μου... Παρόμοιος διάλογος μεταξύ τους υπήρξε άλλωστε και την εποχή που ξεκίνησα να εμφανίζομαι πλάι στον Χρόνη Αηδονίδη, ρωτώντας μήπως είναι παράξενο από τις ψαλμωδίες να βρίσκομαι τώρα στη σκηνή και να λέω παραδοσιακά... Οπότε θα έλεγα μάλλον ότι πέσατε στην περίπτωση. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τη μητέρα μου η οποία, παρότι έχει ταχθεί υπέρ όλων των επιλογών μου, συνηθίζει πάντα να «εξετάζει ενδεχόμενα», ο αντίκτυπος που έχω εισπράξει εγώ προσωπικά από αυτήν τη συνεργασία είναι αντιδράσεις θερμής αποδοχής.
Πρόσφατα, μετά την παρόμοιου ύφους με τις Ώρες συναυλία μας μπροστά στον Ναό της Παναγίας της Τήνου, ενώπιον κατά κύριο λόγο εκκλησιαστικού κοινού –την οποία πραγματοποιήσαμε τον Αύγουστο, εγκαινιάζοντας το 1ο Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής του Ρ\Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος– συναντήσαμε τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σύρου κ.κ. Δωρόθεο, ο οποίος μας είπε ότι έως σήμερα λαμβάνει ενθουσιώδη μηνύματα για τη συναυλία. Και αναφέρω ενδεικτικά το εν λόγω παράδειγμα, γιατί προέρχεται από τον επίσημο χώρο της Εκκλησίας, από τον οποίο ίσως θα ανέμενε κάποιος πιθανές επιφυλάξεις ή «ξάφνιασμα».
Από την άλλη, μπορώ να φανταστώ ότι πιθανώς έχουν υπάρξει ή θα υπάρξουν και οι γνώμες επιφύλαξης ή αντίθεσης σε αυτό που επιχειρήσαμε με τον Βασίλη. Αλίμονο αν γινόταν αποδεκτό από όλους. Κοινή αποδοχή δεν υπάρχει σε τίποτα. Μπορώ να λάβω υπόψη μου κάθε ενδεχόμενη επιφύλαξη. Η αφετηρία μου όμως θα παραμένει η πίστη μου στη δυναμική που αναγνωρίζω στο συγκεκριμένο μουσικό αποτέλεσμα και κυρίως στην αλήθεια του. Εδώ δεν παρατάσσουμε απλώς δύο κόσμους: δεν βάλαμε απλώς από τη μια τον Bach και από την άλλη τον Ύμνο, κάτι που θα ήταν όχι απλώς προβλέψιμο, μα και το πλέον εύκολο. Εδώ ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος –γιατί στη μουσική ευφυΐα του αποδίδω το τελικό αποτέλεσμα– συνδυάζοντας τη βαθιά του γνώση στον χώρο της Δυτικής κλασικής μουσικής και της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής, δημιούργησε νέες συνθέσεις, οι οποίες εμπερικλείουν τα στοιχεία των δύο κόσμων.
Ο σύνδεσμος έτσι αυτών των κόσμων για εμάς δεν εξαντλήθηκε στη συνοδεία του "Η Απεγνωσμένη Δια Τον Βίον" ή των εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής από το πιάνο –έστω κι αν η λέξη «συνοδεία» ηχεί προσβλητική για τον συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης του Τσαμπρόπουλου που, ενώ βασίζεται στη μελωδική γραμμή του κειμένου, εκτείνεται πέρα και πάνω από αυτήν, με την ανάσα νέας σύνθεσης. Για εμάς το βασικότερο παράδειγμα του συνδυασμού είναι κυρίως οι συνθέσεις του Βασίλη στους Ψαλμούς του Δαυίδ. Εκεί είναι που συναντώ προσωπικά την αρμονία συνύπαρξης των μουσικών χρωμάτων. Εκεί που το βυζαντινό χρώμα προδίδεται ως ατμόσφαιρα χωρίς να αποτυπώνεται με κλασικό μοτίβο βυζαντινής γραφής και ταυτόχρονα το πιάνο αγγίζει την ιερότητα του ύμνου, με τα δικά του «Δυτικά» υλικά, δείχνοντας τον «σεβασμό» του μέσα από απρόβλεπτες αρμονικές... Τα λοιπά, επί το έργον!
Β.Τ.: Να συμπληρώσω επίσης, σε όσα πολύ εύστοχα είπε η Νεκταρία, ότι προσωπικά εξακολουθώ έως σήμερα να λαμβάνω μηνύματα με πραγματικά ιδιαίτερα θερμά λόγια για το αποτέλεσμα, ενώ μέσω αποσπασμάτων βίντεο που έχουμε αναρτήσει στο YouTube, μας ρωτούν συχνά πότε θα υπάρξει ο δίσκος. Κάτι τέτοιο είναι για μένα η μεγαλύτερη ικανοποίηση: να τολμάς κάτι εντελώς νέο, να το πιστεύεις και στην πορεία να βρίσκεις συμμάχους και ανθρώπους οι οποίοι να αγαπούν και να πιστεύουν τις επιλογές σου, σχεδόν όπως εσύ ο ίδιος.
Κυρία Καραντζή, σας φάνηκε μεγάλη η απόσταση που χρειάστηκε να διανύσετε για να συναντηθείτε με τον Τσαμπρόπουλο, με δεδομένο ότι έχουμε συνηθίσει το πιάνο να συνοδεύει φωνές σπουδαγμένες στο κλασικό τραγούδι; Ή τελικά η απόσταση φαντάζει μεγάλη λόγω του ότι κατασκευάζουμε στη συνείδησή μας τη Δύση ως αντιθετικό στοιχείο της Ανατολής (όπου συνήθως συμπεριλαμβάνουμε και τη χώρα μας);
Ν.Κ.: Δεν αισθάνθηκα απόσταση ούτε δυσκολία, αλλά νομίζω ότι αυτό το οφείλω στον Βασίλη Τσαμπρόπουλο. Ο οποίος είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση μουσικού. Είναι μια μουσική ιδιοφυΐα. Παραγνωρισμένος ακόμα στον τόπο που τον γέννησε και εμφανώς παραγκωνισμένος από τους κατέχοντες κομβικές θέσεις πολιτισμού –κανονικά, αν κάποιος στην Ελλάδα έπρεπε σίγουρα να βρίσκεται σε θέση αρμοδιοτήτων για τα μουσικά πράγματα, αυτός έπρεπε να είναι ο Τσαμπρόπουλος– αλλά αναγνωρισμένος στη διεθνή μουσική σκηνή, όπου δραστηριοποιείται συστηματικά τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του.
Έχει την ικανότητα να κινείται με απίστευτη άνεση σε διαφορετικά είδη μουσικής και να τα παρουσιάζει στο υψηλότατο επίπεδο. Έχοντας τη βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, ήξερε όχι μόνο πώς να υπερβεί τις εγγενείς δυσκολίες συνάντησης των δύο μουσικών κόσμων, αλλά και πώς να με βοηθήσει να σταθώ φωνητικά πλάι σε ένα πιάνο, κάτι το οποίο δεν είχα επιχειρήσει ποτέ μου. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν στάθηκα ποτέ απλώς πλάι σε ένα πιάνο, αλλά σε έναν οικείο μου κόσμο.
Στην προσέγγιση του Τσαμπρόπουλου, Δύση και Ανατολή δεν συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται απλώς αρμονικά, μα συνταιριάζουν και συμβιώνουν σαν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, οι φύσεις των οποίων ζυμώνονται και συγχρωτίζονται μετά από χρόνια συμβίωσης.
Η απόσταση Δύσης και Ανατολής ασφαλώς και υπάρχει μουσικά. Όπως άλλωστε και ο κανόνας ότι τα ετερώνυμα έλκονται. Γι' αυτό κι όταν η Δύση συναντά επί της ουσίας την Ανατολή, η χημεία είναι απρόβλεπτη.
Έχω ακούσει, κύριε Τσαμπρόπουλε, ότι το πιάνο αδυνατεί να αποδώσει τα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής, εσείς όμως το πετύχατε και έχετε μάλιστα και στο παρελθόν καταθέσει έναν δίσκο (Akroasis, 2003) που σημείωσε αν δεν κάνω λάθος σημαντική επιτυχία διεθνώς. Σας βοήθησε αυτή η εμπειρία, όταν ξεκινήσατε να συνεργάζεστε με τη Νεκταρία Καραντζή;
Β.Τ.: Το πιάνο από τη φύση του, ως συγκερασμένο όργανο, δεν μπορεί να αποδώσει τα ασυγκέραστα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής. Αυτό ήταν μια δυσκολία που αναμφισβήτητα κλήθηκα να υπερβώ όταν ξεκίνησα το εγχείρημα. Ωστόσο δεν χρειάστηκε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, γιατί ο ήχος του Akroasis προέκυψε εντελώς αβίαστα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηχογράφηση που ακούτε στον δίσκο γράφτηκε μια κι έξω, χωρίς ούτε μια διόρθωση, και μέσα σε μία μέρα. Προσπάθησα να μην μεταφέρω απλώς τη μελωδική γραμμή των ύμνων στο πιάνο, αλλά κυρίως να αποδώσω την ατμόσφαιρά τους. Καθώς δεν στάθηκε δυνατόν να αποδώσω στα πλήκτρα τα μικροδιαστήματα των βυζαντινών ήχων, επιχείρησα να δημιουργήσω τον χώρο για να αναδειχθεί και να ανασάνει το ηχόχρωμά τους με έναν διαφορετικό τρόπο.
Ασφαλώς το Akroasis, το οποίο έγινε πράγματι αποδέκτης διθυραμβικών κριτικών διεθνώς, αποτέλεσε την πρώτη φάση αυτού του εγχειρήματος που πιστεύω ότι τώρα κορυφώνεται και ολοκληρώνεται ιδανικά με τη φωνή της Νεκταρίας.
Η Νεκταρία Καραντζή είναι ένας εντυπωσιακά πολυτάλαντος άνθρωπος, με βαθιά γνώση της βυζαντινής μουσικής, με ξεχωριστό μουσικό κριτήριο και αισθητική και με εξαιρετικά ιδιαίτερο χρώμα και ύφος, που για εμένα την καθιστά «σχολή» στο είδος της, από μόνη της. Όταν άκουσα τους ψαλμούς που έγραψα από τη φωνή της, ένιωσα ότι το έργο το οποίο ξεκίνησα σε σχέση με τη βυζαντινή μουσική, ήρθε η ώρα να ενσαρκωθεί με τον ιδανικότερο τρόπο. Η φωνή της ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής και γνωρίζει πώς να κρατά το μέτρο στο άκουσμα.
Τη συνεργασία μου μαζί της τη νιώθω έτσι σαν ένα παράθυρο προς έναν νέο μουσικό κόσμο, που μόλις εγκαινιάστηκε. Και μπορώ να αισθανθώ ότι θα πάει μακριά...
Ανήκετε σε έναν χώρο, της κλασικής μουσικής, που έχει συνδυαστεί –και επαγγελματικά, αλλά και στη συνείδηση μεγάλου μέρους του κοινού– με την εξειδίκευση. Ωστόσο δεν διστάζετε να επιδεικνύετε μια σαφώς πιο πολύπλευρη αντιμετώπιση της μουσικής τέχνης. Φαντάζομαι ότι δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα και ότι θα χρειάστηκε, στην πορεία, να υπερνικήσετε διάφορα διλήμματα...
Β.Τ.: Είναι αλήθεια ότι στον χώρο της κλασικής μουσικής η εξειδίκευση είναι ως έναν βαθμό απαραίτητη. Όταν ακολουθείς έναν τέτοιον δρόμο, πάντα έρχεται η στιγμή που καλείσαι να επιλέξεις τη συνέχεια. Παρότι βρέθηκα σε αυτό το σταυροδρόμι και πολλοί πίστεψαν ότι θα επέλεγα αποκλειστικά την εξειδίκευση του κλασικού ρεπερτορίου, τελικά αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσα να αγνοήσω ό,τι στην ψυχή μου δίνει χαρά.
Καλώς ή κακώς, νιώθω πριν από όλα μουσικός και όχι αθλητής. Η εξειδίκευση, οι διαγωνισμοί και η καριέρα κλασικού ρεπερτορίου με τους όρους που τίθεται σήμερα, αλλά και εδώ και πολλά χρόνια, αποκλίνει από τη φύση μου. Παραμένω στον χώρο του κλασικού ρεπερτορίου. Δεν έχω φύγει. Αλλά με τον τρόπο μου. Προτιμώ αυτό που κάνω σήμερα, το οποίο έχει ίσως μια μεγαλύτερη και πιο ιδιάζουσα δυσκολία. Πριν λίγες εβδομάδες, για παράδειγμα, παρουσίασα ένα ρεσιτάλ με έργα Rachmaninov στο Μέγαρο. Σήμερα προετοιμάζομαι για τη Γένεσι. Πρόσφατα επίσης κυκλοφόρησε καινούρια μουσική μου, με τον τίτλο You. Τρία εντελώς διαφορετικά μουσικά γεγονότα, τα οποία ωστόσο ισορροπούν στην ψυχή μου.
Δεν αποσπώμαι πάντως σε άπειρο χώρο. Προσπαθώ να κινούμαι, στον καλύτερο βαθμό που μπορώ, μεταξύ της σύνθεσης –που με αναζωογονεί– του κλασικού ρεπερτορίου (με προτίμηση στον Rachmaninov), της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, του αυτοσχεδιασμού και ασφαλώς της διεύθυνσης ορχήστρας. Κάποιοι βέβαια έχουν δημιουργήσει προσχώματα και εμπόδια για την εξακολούθηση της πορείας μου ως μαέστρου, με όποιον τρόπο μπορούν, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχαν μεγάλη επιτυχία οι συναυλίες μας με τη Συμφωνική της ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνσή μου.
Ωστόσο, αν και δεν ανήκω σε κάποιο λόμπι, ούτε επικαλούμαι στημένες βραβεύσεις στο βιογραφικό μου –ούτε επίσης στηρίζομαι από κάποια εφοπλιστική ή επιχειρηματική οικογένεια– θα εξακολουθώ να είμαι εδώ και να συνεχίζω να αγωνίζομαι, όπως έκανα πάντα. Κανείς ποτέ δεν με προώθησε σε τίποτα. Ούτε καν οι γονείς μου, οι οποίοι δεν είχαν οι άνθρωποι τη δυνατότητα. Ό,τι πέτυχα έγινε με τη βοήθεια του Θεού και τις δικές μου δυνάμεις. Ως προς αυτό, νιώθω λοιπόν μακράν πιο δυνατός και ασφαλής από κάθε αλεξιπτωτιστή και κατέχοντα θέση μετά από ανταλλάγματα, προσκυνήματα και πλάτες.
Τι περιθώρια αφήνετε στη ζωή σας για το θρησκευτικό συναίσθημα; Τι μεταπτώσεις έχετε βιώσει σε αυτές σας τις αναζητήσεις και πόσο σας έχουν εμπνεύσει στη μέχρι τώρα δημιουργική σας πορεία;
Β.Τ.: Ο Θεός υπήρχε και υπάρχει στη ζωή μου. Χωρίς μεταπτώσεις πίστης, παρά μόνο με τις μεταπτώσεις της Αγάπης... Ασφαλώς εμπνέομαι από το θρησκευτικό συναίσθημα και τον τελευταίο χρόνο, ακόμα περισσότερο.
Γνωρίζω ότι έχετε διατελέσει και ψάλτης, αλλά μόλις πρόσφατα αποτολμήσατε να δημοσιεύσετε μια ηχογράφηση με τη φωνή σας ("Ιδιόμελο Μεγάλου Βασιλείου"), στο CD Ύμνοι Και Κάλαντα της Νεκταρίας Καραντζή. Ήταν κάτι που το κάνατε έτσι για μία φορά, ή θα πρέπει να το θεωρήσουμε ως αφετηρία μελλοντικών εκπλήξεων;
Β.Τ.: Η αλήθεια είναι ότι γι' αυτήν την ηχογράφηση με έπεισε η Νεκταρία... Παρότι ψάλλω από μικρός και έχω υπάρξει σε αναλόγια εκκλησιών, δεν είχα ηχογραφήσει, μέχρι τότε, ποτέ μου ύμνο. Πολλές μελλοντικές εκπλήξεις μην περιμένετε... Κάποια στιγμή όμως ίσως ηχογραφήσω για μένα μια σειρά από αγαπημένους μου ύμνους, τους οποίους δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν θα τους κυκλοφορήσω...
Κυρία Καραντζή, κατά μία έννοια, θεωρώ ότι ίσως πραγματοποιείτε μεγαλύτερη υπέρβαση από τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο συνεργαζόμενη μαζί του. Γιατί είναι κυρίως στο δικό σας πεδίο δράσης όπου ανθούν απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για «φραγκολεβαντίνικες» παραδόσεις και εντοπίζεται μια γενικότερη άρνηση για ό,τι θρησκευτικό προέρχεται από τη Δύση –κατά περιστάσεις, ακόμα και για τον Μπαχ. Είναι έτσι τα πράγματα ή πρόκειται για μια παλαιική αντίληψη, που δεν ανταποκρίνεται στη νυν πραγματικότητα;
Ν.Κ.: Νομίζω ότι περιγράφετε ένα σημαντικό κομμάτι της πραγματικότητας. Μακάρι να επρόκειτο για παλαιική αντίληψη, αλλά στον κόσμο που ασχολείται με την παράδοση δεν είναι. Το ελπιδοφόρο, τουλάχιστον, είναι το γεγονός ότι αυτές οι αντιλήψεις έχουν εγκαταλειφθεί εν πολλοίς από τη νεότερη γενιά της παράδοσης και ειδικά από εκείνη που έχει περάσει από μουσικά σχολεία και μουσικά πανεπιστήμια.
Όταν αρχίζεις να μαθαίνεις τη μουσική ως τέχνη με κανόνες και όρια τα οποία η ίδια θέτει και σε καλεί να τα κατακτήσεις, τότε αρχίζεις να αντιμετωπίζεις αλλιώς τα πράγματα. Τότε εκπαιδεύεσαι στην πραγματική ελευθερία της. Γιατί από τους περιορισμούς γεννιέται η Τέχνη, από τις πολλές ελευθερίες πεθαίνει. Στη Δυτική μουσική τα όρια αυτά τίθενται εξ αρχής, από την πρώτη μέρα στο Ωδείο. Στην παραδοσιακή είναι επόμενο να μην τίθενται, γιατί η συγκεκριμένη μουσική δεν έγινε ποτέ χώρος αξιώσεων: λειτούργησε ως αυθόρμητη φυσική έκφραση των ανθρώπων και ως τέτοια διασώθηκε, διατηρώντας την αγνότητα αλλά και ανωνυμία του λαϊκού ποιητή. Σε αντίθεση με τη Δυτική μουσική, η οποία άρχισε από πολύ νωρίς να εξελίσσεται και να δομείται σε φόρμες, να θέτει όρια κατάκτησης και να αναδεικνύει συνθέτες.
Ίσως αυτή η φαινομενική «ευκολία» του χώρου της μουσικής παράδοσης τροφοδοτεί αντιδράσεις όπως εκείνες που περιγράφετε. Όταν δεν έχεις περάσει από την ασκητική της μουσικής, εύκολα υποτιμάς και απαξιώνεις ό,τι σου φαίνεται ανοίκειο.
Έχετε πάντως καταφέρει το απίθανο: είστε σχολή από μόνη σας, όπως είπε πιο πάνω και ο κ. Τσαμπρόπουλος –μια αναγνωρισμένη και αγαπητή στο κοινό ψάλτρια σε έναν αυστηρά ανδροκρατούμενο χώρο. Ωστόσο δεν αποτελείτε μοναδική περίπτωση, αν κάποιος δει τα πράγματα εκτός δισκογραφίας. Βρίσκουν περισσότερη ενθάρρυνση σήμερα οι γυναίκες να καταπιαστούν με την ψαλτική; Και σε τι βαθμό συνείσφερε η δική σας επιτυχία σε αυτό;
Ν.Κ.: Ασφαλώς και δεν είμαι η μόνη, γι' αυτό άλλωστε έχει ιδρυθεί ο "Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ψαλτριών", όπου έχω την τιμή να είμαι επίτιμη πρόεδρος, με Πρόεδρο την κα. Γλυκερία Μπεκιάρη. Ο Σύνδεσμος αριθμεί πολλές ψάλτριες, οι οποίες δραστηριοποιούνται ενεργά σε αναλογία, σε όλη την Ελλάδα.
Πράγματι, έχουν αλλάξει σήμερα τα πράγματα, σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια, ως προς την παρουσία των γυναικών στο ψαλτήρι. Γίνονται, ως επί το πλείστον, αποδεκτές στη θέση του ιεροψάλτη, από κλήρο και λαό, παρά τις απαγορευτικές ερμηνείες Ιερών Κανόνων, όσων κυρίων προτάσσονταν τα παλαιότερα χρόνια. Παραμένουν ασφαλώς τα προβλήματα της διαφορετικής τονικότητας όταν συμψάλλουν άνδρας και γυναίκα, ωστόσο με λίγη καλή συνεννόηση όλα λύνονται..
Αναμφισβήτητα, η ύπαρξη κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι καταφέρνουν να προβάλλουν εντονότερα και σε δημόσιο επίπεδο αυτό που αγαπούν και επιλέγουν, βοηθά και επηρεάζει και άλλους ανθρώπους να συνομολογήσουν. Γιατί για εμένα περί ομολογίας πρόκειται. Την ευλογία για να ανέβω στο ψαλτήρι –από κοριτσάκι ακόμα– την έλαβα από τον προσφάτως αγιοποιηθέντα Όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβήτη, ο οποίος επιθυμούσε γυναικείες φωνές στα ψαλτήρια. Και για εμένα αυτή η ευλογία ενός Αγίου ισοδυναμεί επί της ουσίας με ερμηνεία Ιερού Κανόνα.
Την ίδια στιγμή, το ταλέντο σας έχει λάμψει και στον χώρο του παραδοσιακού τραγουδιού –έχετε μάλιστα τοποθετηθεί και θεωρητικά, με ένα ενδιαφέρον άρθρο σας στο Ψαλτήρι, πριν 4 περίπου χρόνια, γύρω από τις ομοιότητες και τις διαφορές βυζαντινού μέλους και δημοτικού τραγουδιού. Ενώ όμως το πρώτο έχει την ασφάλεια της εκκλησίας, το δεύτερο (ως κοσμικό δημιούργημα) καλείται σήμερα να επιβιώσει σε έναν κόσμο ιδιαίτερα αφιλόξενο, ενδεχομένως και να αλλάξει, μετέχοντας σε ό,τι ονομάζεται «world music». Θα τα καταφέρει, κατά τη γνώμη σας;
Ν.Κ.: Καταρχάς, σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια! Την επαφή μου και τη γνώση μου για την παραδοσιακή μουσική την οφείλω εξ ολοκλήρου στον Χρόνη Αηδονίδη, ο οποίος συνηθίζει να λέει ότι «δύσκολα η ελληνική παράδοση μπορεί να χαθεί. Έχει ήδη περάσει κατά καιρούς δια πυρός και σιδήρου και παρέμεινε άθικτη». Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Η παραδοσιακή μουσική, όπως και η βυζαντινή, διαθέτει εγγενείς άμυνες. Έχει ήδη υπερβεί τις δυσκολίες της προφορικής διάσωσης και έχει εισέλθει στον κόσμο της τεχνολογίας, όπου μπορεί να καταγραφεί, εξασφαλίζοντας την πιστότητά της, που κάποτε υπήρξε ζητούμενο.
Ως προς το πώς μπορεί να εκφραστεί και να διαδίδεται στον σύγχρονο κόσμο, αυτό είναι σίγουρα ένα διαφορετικό και πιο ουσιώδες θέμα. Πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για βίωμα παράδοσης. Ακόμα και το πολύ σημαντικό έργο των πολιτιστικών παραδοσιακών συλλόγων σήμερα, όσων παρουσιάζουν ζωντανά τα χορευτικά συγκροτήματα με τις παραδοσιακές στολές και με παραδοσιακές ορχήστρες, αποσκοπεί επί της ουσίας περισσότερο στο να διαδώσει την ιστορική μνήμη και ένα πατριωτικό συναίσθημα που ασθμαίνει, παρά να αναβιώσει μια κατάσταση. Τελικά, μόνο ως τέτοιος μπορεί να σταθεί ο ρόλος της αυθεντικής παράδοσης σήμερα: ως σημείο αναφοράς και συνεχούς εκκίνησης για νέους δρόμους.
Λέμε βέβαια συχνά ότι η παράδοση δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι μουσειακό είδος. Ωστόσο σε μια κοινωνία στην οποία τα μουσεία και η ιστορική μνήμη θα είχαν πραγματικά τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να επιτελέσουν στην ψυχή και στη συνείδηση καθενός μας προσωπικά, τότε θα ήταν ζητούμενο η παράδοση να μπορεί να λειτουργεί ως μουσειακό είδος. Να μπορεί δηλαδή να «μιλά» σιωπηλή, χωρίς προλόγους και επεξηγήσεις και να αποκτήσει κάποιον χρηστικό ρόλο στη ζωή μας χωρίς ψυχαναγκασμό: να «εκτίθεται», αποκαλύπτοντας έναν ολόκληρο δεσμό αιώνων μεταξύ των ανθρώπων και να μπορούμε ως ακροατές να προτιμάμε να την ακούμε ευλαβικά, αντί να προσπαθούμε να αναβιώσουμε πανηγύρια ή έθιμά της με τα οποία κανένα βίωμα πλέον δεν μας συνδέει. Μας συνδέει όμως η ουσία τους κι αν είναι κάπου να εμμείνουμε, θα προτιμούσα εκεί.
Όσο για τη world μουσική, δεν τη θεωρώ ως κίνδυνο ή απειλή για το μέλλον της παράδοσης. Η παράδοση είναι το παρελθόν. Έχει εξασφαλίσει λοιπόν το μέλλον της. Δεν προβάλλεται ως νέο είδος, ανταγωνιστικό. Αποτελεί την πηγή από όπου αντλούν κατά καιρούς οι μουσικοί στοιχεία για να πειραματίζονται σε νέες τάσεις. Δεν το θεωρώ καθόλου κακό, ειδικά μάλιστα αν συνοδεύεται από γνώση και αισθητική, γιατί αρκετές απόπειρες δημιουργίας ενός καινούριου ήχου βασισμένου στην παράδοση, ισορροπούν μεταξύ του άκομψου και του προβλέψιμου –τουλάχιστον για τη δική μου αισθητική.
Ζούμε στον πυρετό της λίστας στα μουσικά περιοδικά, λογομαχώντας για και ψηφίζοντας (όπως και κάθε Δεκέμβρη) «τα καλύτερα άλμπουμ» της χρονιάς που φεύγει. Θα μας ενδιέφερε λοιπόν πολύ να μάθουμε για τις δικές σας προτιμήσεις από τη «σοδειά» του 2013...
Ν.Κ.: Χωρίς δεύτερη σκέψη, το You του Βασίλη Τσαμπρόπουλου, με συνθέσεις του, το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες από την Utopia. Είναι ένας δίσκος που έζησα σχεδόν από κοντά τη σύνθεσή του και τον έχω συνδυάσει με πολλά και σημαντικά γεγονότα της ζωής μου...
Β.Τ.: Σίγουρα θα ξεχώριζα το δισκογραφικό αφιέρωμα της Decca στον μέντορά μου, Vladimir Ashkenazy, το οποίο εκδόθηκε με ευκαιρία συμπλήρωσης 50 χρόνων συνεργασίας του με την εταιρεία. Πιστεύω ότι για έναν τόσο σπουδαίο πιανίστα, αποτελεί το επισφράγισμα μιας αξιοζήλευτης, πολύχρονης, παγκόσμιας καριέρας.
Βασίλης Τσαμπρόπουλος: Η Γένεσις βασίζεται ασφαλώς στην κεντρική ιδέα των Ωρών, προσαρμοσμένη στο μουσικό περιεχόμενο των Χριστουγέννων. Θα υπάρξουν οι στιγμές που η Δύση διακριτά θα σταθεί απέναντι στην Ανατολή, αλλά και οι στιγμές που οι δύο κόσμοι θα ενώνονται στο ίδιο μέλος. Το πρόγραμμα θα κινηθεί από το κλασικό ρεπερτόριο –κυρίως με Bach– έως τους βυζαντινούς ύμνους των Χριστουγέννων, με μια διαφορετική προσέγγιση. Θα περιέχει επίσης στιγμές Γρηγοριανού μέλους και ελληνικών παραδοσιακών καλάντων και τραγουδιών, υπό τον ίδιο διαφοροποιημένο μουσικό τρόπο προσέγγισης μέσα από το πιάνο, που αναμφισβήτητα αναδεικνύει μια εντελώς διαφορετική πτυχή τους. Επίσης, οι ψαλμοί του Δαυίδ, δικής μου σύνθεσης, οι οποίοι αποτελούν τη βάση και την ταυτότητα του συνδυασμού μας, θα έχουν την τιμητική τους.
Η συνεργασία σας θα αποκτήσει σύντομα και δισκογραφική υπόσταση, μέσω της ECM. Σε ποιον βαθμό το κοινό σας άλμπουμ θα απηχεί όσα θα έχουμε δει επί σκηνής το 2013 και σε τι θα διαφοροποιείται από τις συναυλίες;
Β.Τ.: Με την ECM συνεργάζομαι από το 2000, έχοντας ήδη 6 επιτυχημένους δίσκους. Πρώτη φορά ωστόσο αισθάνομαι αυτό το «κάτι ιδιαίτερο» για το μέλλον του δίσκου μας που έρχεται. Όταν ηχογραφήσαμε το υλικό με τη Νεκταρία, ήμουν σίγουρος για την απάντηση της ECM –και δεν διαψεύσθηκα... Ως προς το περιεχόμενο, έχουν διαφοροποιηθεί κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις μου σε κομμάτια που παρουσιάσαμε στις Ώρες και τα οποία θα εμπεριέχονται. Μάλλον θα έλεγα ότι τηρήσαμε ένα γενικό ύφος μυστηρίου και κατάνυξης. Περιέχονται επίσης και μέλη που δεν περιλήφθησαν στις Ώρες του Μεγάρου. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει λοιπόν, πρώτα ο Θεός, λίγο πριν το Πάσχα του 2014. Θα έχει τον τίτλο Ores και θα παρουσιαστεί με μια μεγάλη συναυλία στην αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, την ίδια περίοδο.
Είχα παρακολουθήσει τις Ώρες, έτυχε μάλιστα να κάθομαι δίπλα-δίπλα με τον Δημήτρη Βερύκιο, έναν από τους δασκάλους της Νεκταρίας Καραντζή. Στο διάλειμμα, μια κυρία ήρθε να τον χαιρετίσει και δειλά-δειλά τον ρώτησε «πώς σας φαίνεται»; «Είναι καλό», της απάντησε εκείνος, για να ανταπαντήσει αυτή «για να το λέτε εσείς... γιατί εμάς, να, μας φαίνεται λιγάκι παράξενο...». Έχετε συναντήσει κι εσείς τέτοιες αντιδράσεις; Και πώς τις χειρίζεστε;
Νεκταρία Καραντζή: Τώρα μάλλον θα σας εκπλήξω... Παρότι επί της ουσίας τον χαρακτηρισμό «παράξενο» τον θεωρώ καλή κριτική –γιατί πράγματι το άκουσμα αυτού του συνδυασμού είναι ανοίκειο, απρόβλεπτο και μη γνώριμο– οφείλω να σας αποκαλύψω κάτι. Περιγράφοντας το περιστατικό αυτό, το οποίο θυμάμαι πως προτάξατε και στην κριτική σας για το Avopolis, τότε μετά τη συναυλία μας (για την οποία σας ευχαριστούμε) μου είχατε θυμίσει έντονα έναν τύπο διαλόγου που έχω ξανακούσει...
Φαντάστηκα έτσι αμέσως για ποια κυρία επρόκειτο. Πρέπει λοιπόν να σας πληροφορήσω, επειδή το διασταύρωσα, ότι η κυρία αυτή ήταν η μητέρα μου! Η οποία, από τότε που ήμουν σε μικρή ηλικία, σεβόμενη πάντοτε τη γνώμη του κυρίου Βερύκιου, όχι μόνο τον ρωτούσε αλλά τον «προκαλούσε» να απαντήσει σε ενδεχόμενες επιφυλάξεις για τις μουσικές επιλογές μου... Παρόμοιος διάλογος μεταξύ τους υπήρξε άλλωστε και την εποχή που ξεκίνησα να εμφανίζομαι πλάι στον Χρόνη Αηδονίδη, ρωτώντας μήπως είναι παράξενο από τις ψαλμωδίες να βρίσκομαι τώρα στη σκηνή και να λέω παραδοσιακά... Οπότε θα έλεγα μάλλον ότι πέσατε στην περίπτωση. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τη μητέρα μου η οποία, παρότι έχει ταχθεί υπέρ όλων των επιλογών μου, συνηθίζει πάντα να «εξετάζει ενδεχόμενα», ο αντίκτυπος που έχω εισπράξει εγώ προσωπικά από αυτήν τη συνεργασία είναι αντιδράσεις θερμής αποδοχής.
Πρόσφατα, μετά την παρόμοιου ύφους με τις Ώρες συναυλία μας μπροστά στον Ναό της Παναγίας της Τήνου, ενώπιον κατά κύριο λόγο εκκλησιαστικού κοινού –την οποία πραγματοποιήσαμε τον Αύγουστο, εγκαινιάζοντας το 1ο Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής του Ρ\Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος– συναντήσαμε τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σύρου κ.κ. Δωρόθεο, ο οποίος μας είπε ότι έως σήμερα λαμβάνει ενθουσιώδη μηνύματα για τη συναυλία. Και αναφέρω ενδεικτικά το εν λόγω παράδειγμα, γιατί προέρχεται από τον επίσημο χώρο της Εκκλησίας, από τον οποίο ίσως θα ανέμενε κάποιος πιθανές επιφυλάξεις ή «ξάφνιασμα».
Από την άλλη, μπορώ να φανταστώ ότι πιθανώς έχουν υπάρξει ή θα υπάρξουν και οι γνώμες επιφύλαξης ή αντίθεσης σε αυτό που επιχειρήσαμε με τον Βασίλη. Αλίμονο αν γινόταν αποδεκτό από όλους. Κοινή αποδοχή δεν υπάρχει σε τίποτα. Μπορώ να λάβω υπόψη μου κάθε ενδεχόμενη επιφύλαξη. Η αφετηρία μου όμως θα παραμένει η πίστη μου στη δυναμική που αναγνωρίζω στο συγκεκριμένο μουσικό αποτέλεσμα και κυρίως στην αλήθεια του. Εδώ δεν παρατάσσουμε απλώς δύο κόσμους: δεν βάλαμε απλώς από τη μια τον Bach και από την άλλη τον Ύμνο, κάτι που θα ήταν όχι απλώς προβλέψιμο, μα και το πλέον εύκολο. Εδώ ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος –γιατί στη μουσική ευφυΐα του αποδίδω το τελικό αποτέλεσμα– συνδυάζοντας τη βαθιά του γνώση στον χώρο της Δυτικής κλασικής μουσικής και της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής, δημιούργησε νέες συνθέσεις, οι οποίες εμπερικλείουν τα στοιχεία των δύο κόσμων.
Ο σύνδεσμος έτσι αυτών των κόσμων για εμάς δεν εξαντλήθηκε στη συνοδεία του "Η Απεγνωσμένη Δια Τον Βίον" ή των εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής από το πιάνο –έστω κι αν η λέξη «συνοδεία» ηχεί προσβλητική για τον συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης του Τσαμπρόπουλου που, ενώ βασίζεται στη μελωδική γραμμή του κειμένου, εκτείνεται πέρα και πάνω από αυτήν, με την ανάσα νέας σύνθεσης. Για εμάς το βασικότερο παράδειγμα του συνδυασμού είναι κυρίως οι συνθέσεις του Βασίλη στους Ψαλμούς του Δαυίδ. Εκεί είναι που συναντώ προσωπικά την αρμονία συνύπαρξης των μουσικών χρωμάτων. Εκεί που το βυζαντινό χρώμα προδίδεται ως ατμόσφαιρα χωρίς να αποτυπώνεται με κλασικό μοτίβο βυζαντινής γραφής και ταυτόχρονα το πιάνο αγγίζει την ιερότητα του ύμνου, με τα δικά του «Δυτικά» υλικά, δείχνοντας τον «σεβασμό» του μέσα από απρόβλεπτες αρμονικές... Τα λοιπά, επί το έργον!
Β.Τ.: Να συμπληρώσω επίσης, σε όσα πολύ εύστοχα είπε η Νεκταρία, ότι προσωπικά εξακολουθώ έως σήμερα να λαμβάνω μηνύματα με πραγματικά ιδιαίτερα θερμά λόγια για το αποτέλεσμα, ενώ μέσω αποσπασμάτων βίντεο που έχουμε αναρτήσει στο YouTube, μας ρωτούν συχνά πότε θα υπάρξει ο δίσκος. Κάτι τέτοιο είναι για μένα η μεγαλύτερη ικανοποίηση: να τολμάς κάτι εντελώς νέο, να το πιστεύεις και στην πορεία να βρίσκεις συμμάχους και ανθρώπους οι οποίοι να αγαπούν και να πιστεύουν τις επιλογές σου, σχεδόν όπως εσύ ο ίδιος.
Κυρία Καραντζή, σας φάνηκε μεγάλη η απόσταση που χρειάστηκε να διανύσετε για να συναντηθείτε με τον Τσαμπρόπουλο, με δεδομένο ότι έχουμε συνηθίσει το πιάνο να συνοδεύει φωνές σπουδαγμένες στο κλασικό τραγούδι; Ή τελικά η απόσταση φαντάζει μεγάλη λόγω του ότι κατασκευάζουμε στη συνείδησή μας τη Δύση ως αντιθετικό στοιχείο της Ανατολής (όπου συνήθως συμπεριλαμβάνουμε και τη χώρα μας);
Ν.Κ.: Δεν αισθάνθηκα απόσταση ούτε δυσκολία, αλλά νομίζω ότι αυτό το οφείλω στον Βασίλη Τσαμπρόπουλο. Ο οποίος είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση μουσικού. Είναι μια μουσική ιδιοφυΐα. Παραγνωρισμένος ακόμα στον τόπο που τον γέννησε και εμφανώς παραγκωνισμένος από τους κατέχοντες κομβικές θέσεις πολιτισμού –κανονικά, αν κάποιος στην Ελλάδα έπρεπε σίγουρα να βρίσκεται σε θέση αρμοδιοτήτων για τα μουσικά πράγματα, αυτός έπρεπε να είναι ο Τσαμπρόπουλος– αλλά αναγνωρισμένος στη διεθνή μουσική σκηνή, όπου δραστηριοποιείται συστηματικά τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του.
Έχει την ικανότητα να κινείται με απίστευτη άνεση σε διαφορετικά είδη μουσικής και να τα παρουσιάζει στο υψηλότατο επίπεδο. Έχοντας τη βαθιά γνώση της Βυζαντινής μουσικής, ήξερε όχι μόνο πώς να υπερβεί τις εγγενείς δυσκολίες συνάντησης των δύο μουσικών κόσμων, αλλά και πώς να με βοηθήσει να σταθώ φωνητικά πλάι σε ένα πιάνο, κάτι το οποίο δεν είχα επιχειρήσει ποτέ μου. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν στάθηκα ποτέ απλώς πλάι σε ένα πιάνο, αλλά σε έναν οικείο μου κόσμο.
Στην προσέγγιση του Τσαμπρόπουλου, Δύση και Ανατολή δεν συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται απλώς αρμονικά, μα συνταιριάζουν και συμβιώνουν σαν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, οι φύσεις των οποίων ζυμώνονται και συγχρωτίζονται μετά από χρόνια συμβίωσης.
Η απόσταση Δύσης και Ανατολής ασφαλώς και υπάρχει μουσικά. Όπως άλλωστε και ο κανόνας ότι τα ετερώνυμα έλκονται. Γι' αυτό κι όταν η Δύση συναντά επί της ουσίας την Ανατολή, η χημεία είναι απρόβλεπτη.
Έχω ακούσει, κύριε Τσαμπρόπουλε, ότι το πιάνο αδυνατεί να αποδώσει τα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής, εσείς όμως το πετύχατε και έχετε μάλιστα και στο παρελθόν καταθέσει έναν δίσκο (Akroasis, 2003) που σημείωσε αν δεν κάνω λάθος σημαντική επιτυχία διεθνώς. Σας βοήθησε αυτή η εμπειρία, όταν ξεκινήσατε να συνεργάζεστε με τη Νεκταρία Καραντζή;
Β.Τ.: Το πιάνο από τη φύση του, ως συγκερασμένο όργανο, δεν μπορεί να αποδώσει τα ασυγκέραστα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής. Αυτό ήταν μια δυσκολία που αναμφισβήτητα κλήθηκα να υπερβώ όταν ξεκίνησα το εγχείρημα. Ωστόσο δεν χρειάστηκε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, γιατί ο ήχος του Akroasis προέκυψε εντελώς αβίαστα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηχογράφηση που ακούτε στον δίσκο γράφτηκε μια κι έξω, χωρίς ούτε μια διόρθωση, και μέσα σε μία μέρα. Προσπάθησα να μην μεταφέρω απλώς τη μελωδική γραμμή των ύμνων στο πιάνο, αλλά κυρίως να αποδώσω την ατμόσφαιρά τους. Καθώς δεν στάθηκε δυνατόν να αποδώσω στα πλήκτρα τα μικροδιαστήματα των βυζαντινών ήχων, επιχείρησα να δημιουργήσω τον χώρο για να αναδειχθεί και να ανασάνει το ηχόχρωμά τους με έναν διαφορετικό τρόπο.
Ασφαλώς το Akroasis, το οποίο έγινε πράγματι αποδέκτης διθυραμβικών κριτικών διεθνώς, αποτέλεσε την πρώτη φάση αυτού του εγχειρήματος που πιστεύω ότι τώρα κορυφώνεται και ολοκληρώνεται ιδανικά με τη φωνή της Νεκταρίας.
Η Νεκταρία Καραντζή είναι ένας εντυπωσιακά πολυτάλαντος άνθρωπος, με βαθιά γνώση της βυζαντινής μουσικής, με ξεχωριστό μουσικό κριτήριο και αισθητική και με εξαιρετικά ιδιαίτερο χρώμα και ύφος, που για εμένα την καθιστά «σχολή» στο είδος της, από μόνη της. Όταν άκουσα τους ψαλμούς που έγραψα από τη φωνή της, ένιωσα ότι το έργο το οποίο ξεκίνησα σε σχέση με τη βυζαντινή μουσική, ήρθε η ώρα να ενσαρκωθεί με τον ιδανικότερο τρόπο. Η φωνή της ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής και γνωρίζει πώς να κρατά το μέτρο στο άκουσμα.
Τη συνεργασία μου μαζί της τη νιώθω έτσι σαν ένα παράθυρο προς έναν νέο μουσικό κόσμο, που μόλις εγκαινιάστηκε. Και μπορώ να αισθανθώ ότι θα πάει μακριά...
Ανήκετε σε έναν χώρο, της κλασικής μουσικής, που έχει συνδυαστεί –και επαγγελματικά, αλλά και στη συνείδηση μεγάλου μέρους του κοινού– με την εξειδίκευση. Ωστόσο δεν διστάζετε να επιδεικνύετε μια σαφώς πιο πολύπλευρη αντιμετώπιση της μουσικής τέχνης. Φαντάζομαι ότι δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα και ότι θα χρειάστηκε, στην πορεία, να υπερνικήσετε διάφορα διλήμματα...
Β.Τ.: Είναι αλήθεια ότι στον χώρο της κλασικής μουσικής η εξειδίκευση είναι ως έναν βαθμό απαραίτητη. Όταν ακολουθείς έναν τέτοιον δρόμο, πάντα έρχεται η στιγμή που καλείσαι να επιλέξεις τη συνέχεια. Παρότι βρέθηκα σε αυτό το σταυροδρόμι και πολλοί πίστεψαν ότι θα επέλεγα αποκλειστικά την εξειδίκευση του κλασικού ρεπερτορίου, τελικά αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσα να αγνοήσω ό,τι στην ψυχή μου δίνει χαρά.
Καλώς ή κακώς, νιώθω πριν από όλα μουσικός και όχι αθλητής. Η εξειδίκευση, οι διαγωνισμοί και η καριέρα κλασικού ρεπερτορίου με τους όρους που τίθεται σήμερα, αλλά και εδώ και πολλά χρόνια, αποκλίνει από τη φύση μου. Παραμένω στον χώρο του κλασικού ρεπερτορίου. Δεν έχω φύγει. Αλλά με τον τρόπο μου. Προτιμώ αυτό που κάνω σήμερα, το οποίο έχει ίσως μια μεγαλύτερη και πιο ιδιάζουσα δυσκολία. Πριν λίγες εβδομάδες, για παράδειγμα, παρουσίασα ένα ρεσιτάλ με έργα Rachmaninov στο Μέγαρο. Σήμερα προετοιμάζομαι για τη Γένεσι. Πρόσφατα επίσης κυκλοφόρησε καινούρια μουσική μου, με τον τίτλο You. Τρία εντελώς διαφορετικά μουσικά γεγονότα, τα οποία ωστόσο ισορροπούν στην ψυχή μου.
Δεν αποσπώμαι πάντως σε άπειρο χώρο. Προσπαθώ να κινούμαι, στον καλύτερο βαθμό που μπορώ, μεταξύ της σύνθεσης –που με αναζωογονεί– του κλασικού ρεπερτορίου (με προτίμηση στον Rachmaninov), της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, του αυτοσχεδιασμού και ασφαλώς της διεύθυνσης ορχήστρας. Κάποιοι βέβαια έχουν δημιουργήσει προσχώματα και εμπόδια για την εξακολούθηση της πορείας μου ως μαέστρου, με όποιον τρόπο μπορούν, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχαν μεγάλη επιτυχία οι συναυλίες μας με τη Συμφωνική της ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνσή μου.
Ωστόσο, αν και δεν ανήκω σε κάποιο λόμπι, ούτε επικαλούμαι στημένες βραβεύσεις στο βιογραφικό μου –ούτε επίσης στηρίζομαι από κάποια εφοπλιστική ή επιχειρηματική οικογένεια– θα εξακολουθώ να είμαι εδώ και να συνεχίζω να αγωνίζομαι, όπως έκανα πάντα. Κανείς ποτέ δεν με προώθησε σε τίποτα. Ούτε καν οι γονείς μου, οι οποίοι δεν είχαν οι άνθρωποι τη δυνατότητα. Ό,τι πέτυχα έγινε με τη βοήθεια του Θεού και τις δικές μου δυνάμεις. Ως προς αυτό, νιώθω λοιπόν μακράν πιο δυνατός και ασφαλής από κάθε αλεξιπτωτιστή και κατέχοντα θέση μετά από ανταλλάγματα, προσκυνήματα και πλάτες.
Τι περιθώρια αφήνετε στη ζωή σας για το θρησκευτικό συναίσθημα; Τι μεταπτώσεις έχετε βιώσει σε αυτές σας τις αναζητήσεις και πόσο σας έχουν εμπνεύσει στη μέχρι τώρα δημιουργική σας πορεία;
Β.Τ.: Ο Θεός υπήρχε και υπάρχει στη ζωή μου. Χωρίς μεταπτώσεις πίστης, παρά μόνο με τις μεταπτώσεις της Αγάπης... Ασφαλώς εμπνέομαι από το θρησκευτικό συναίσθημα και τον τελευταίο χρόνο, ακόμα περισσότερο.
Γνωρίζω ότι έχετε διατελέσει και ψάλτης, αλλά μόλις πρόσφατα αποτολμήσατε να δημοσιεύσετε μια ηχογράφηση με τη φωνή σας ("Ιδιόμελο Μεγάλου Βασιλείου"), στο CD Ύμνοι Και Κάλαντα της Νεκταρίας Καραντζή. Ήταν κάτι που το κάνατε έτσι για μία φορά, ή θα πρέπει να το θεωρήσουμε ως αφετηρία μελλοντικών εκπλήξεων;
Β.Τ.: Η αλήθεια είναι ότι γι' αυτήν την ηχογράφηση με έπεισε η Νεκταρία... Παρότι ψάλλω από μικρός και έχω υπάρξει σε αναλόγια εκκλησιών, δεν είχα ηχογραφήσει, μέχρι τότε, ποτέ μου ύμνο. Πολλές μελλοντικές εκπλήξεις μην περιμένετε... Κάποια στιγμή όμως ίσως ηχογραφήσω για μένα μια σειρά από αγαπημένους μου ύμνους, τους οποίους δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν θα τους κυκλοφορήσω...
Κυρία Καραντζή, κατά μία έννοια, θεωρώ ότι ίσως πραγματοποιείτε μεγαλύτερη υπέρβαση από τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο συνεργαζόμενη μαζί του. Γιατί είναι κυρίως στο δικό σας πεδίο δράσης όπου ανθούν απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για «φραγκολεβαντίνικες» παραδόσεις και εντοπίζεται μια γενικότερη άρνηση για ό,τι θρησκευτικό προέρχεται από τη Δύση –κατά περιστάσεις, ακόμα και για τον Μπαχ. Είναι έτσι τα πράγματα ή πρόκειται για μια παλαιική αντίληψη, που δεν ανταποκρίνεται στη νυν πραγματικότητα;
Ν.Κ.: Νομίζω ότι περιγράφετε ένα σημαντικό κομμάτι της πραγματικότητας. Μακάρι να επρόκειτο για παλαιική αντίληψη, αλλά στον κόσμο που ασχολείται με την παράδοση δεν είναι. Το ελπιδοφόρο, τουλάχιστον, είναι το γεγονός ότι αυτές οι αντιλήψεις έχουν εγκαταλειφθεί εν πολλοίς από τη νεότερη γενιά της παράδοσης και ειδικά από εκείνη που έχει περάσει από μουσικά σχολεία και μουσικά πανεπιστήμια.
Όταν αρχίζεις να μαθαίνεις τη μουσική ως τέχνη με κανόνες και όρια τα οποία η ίδια θέτει και σε καλεί να τα κατακτήσεις, τότε αρχίζεις να αντιμετωπίζεις αλλιώς τα πράγματα. Τότε εκπαιδεύεσαι στην πραγματική ελευθερία της. Γιατί από τους περιορισμούς γεννιέται η Τέχνη, από τις πολλές ελευθερίες πεθαίνει. Στη Δυτική μουσική τα όρια αυτά τίθενται εξ αρχής, από την πρώτη μέρα στο Ωδείο. Στην παραδοσιακή είναι επόμενο να μην τίθενται, γιατί η συγκεκριμένη μουσική δεν έγινε ποτέ χώρος αξιώσεων: λειτούργησε ως αυθόρμητη φυσική έκφραση των ανθρώπων και ως τέτοια διασώθηκε, διατηρώντας την αγνότητα αλλά και ανωνυμία του λαϊκού ποιητή. Σε αντίθεση με τη Δυτική μουσική, η οποία άρχισε από πολύ νωρίς να εξελίσσεται και να δομείται σε φόρμες, να θέτει όρια κατάκτησης και να αναδεικνύει συνθέτες.
Ίσως αυτή η φαινομενική «ευκολία» του χώρου της μουσικής παράδοσης τροφοδοτεί αντιδράσεις όπως εκείνες που περιγράφετε. Όταν δεν έχεις περάσει από την ασκητική της μουσικής, εύκολα υποτιμάς και απαξιώνεις ό,τι σου φαίνεται ανοίκειο.
Έχετε πάντως καταφέρει το απίθανο: είστε σχολή από μόνη σας, όπως είπε πιο πάνω και ο κ. Τσαμπρόπουλος –μια αναγνωρισμένη και αγαπητή στο κοινό ψάλτρια σε έναν αυστηρά ανδροκρατούμενο χώρο. Ωστόσο δεν αποτελείτε μοναδική περίπτωση, αν κάποιος δει τα πράγματα εκτός δισκογραφίας. Βρίσκουν περισσότερη ενθάρρυνση σήμερα οι γυναίκες να καταπιαστούν με την ψαλτική; Και σε τι βαθμό συνείσφερε η δική σας επιτυχία σε αυτό;
Ν.Κ.: Ασφαλώς και δεν είμαι η μόνη, γι' αυτό άλλωστε έχει ιδρυθεί ο "Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ψαλτριών", όπου έχω την τιμή να είμαι επίτιμη πρόεδρος, με Πρόεδρο την κα. Γλυκερία Μπεκιάρη. Ο Σύνδεσμος αριθμεί πολλές ψάλτριες, οι οποίες δραστηριοποιούνται ενεργά σε αναλογία, σε όλη την Ελλάδα.
Πράγματι, έχουν αλλάξει σήμερα τα πράγματα, σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια, ως προς την παρουσία των γυναικών στο ψαλτήρι. Γίνονται, ως επί το πλείστον, αποδεκτές στη θέση του ιεροψάλτη, από κλήρο και λαό, παρά τις απαγορευτικές ερμηνείες Ιερών Κανόνων, όσων κυρίων προτάσσονταν τα παλαιότερα χρόνια. Παραμένουν ασφαλώς τα προβλήματα της διαφορετικής τονικότητας όταν συμψάλλουν άνδρας και γυναίκα, ωστόσο με λίγη καλή συνεννόηση όλα λύνονται..
Αναμφισβήτητα, η ύπαρξη κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι καταφέρνουν να προβάλλουν εντονότερα και σε δημόσιο επίπεδο αυτό που αγαπούν και επιλέγουν, βοηθά και επηρεάζει και άλλους ανθρώπους να συνομολογήσουν. Γιατί για εμένα περί ομολογίας πρόκειται. Την ευλογία για να ανέβω στο ψαλτήρι –από κοριτσάκι ακόμα– την έλαβα από τον προσφάτως αγιοποιηθέντα Όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβήτη, ο οποίος επιθυμούσε γυναικείες φωνές στα ψαλτήρια. Και για εμένα αυτή η ευλογία ενός Αγίου ισοδυναμεί επί της ουσίας με ερμηνεία Ιερού Κανόνα.
Την ίδια στιγμή, το ταλέντο σας έχει λάμψει και στον χώρο του παραδοσιακού τραγουδιού –έχετε μάλιστα τοποθετηθεί και θεωρητικά, με ένα ενδιαφέρον άρθρο σας στο Ψαλτήρι, πριν 4 περίπου χρόνια, γύρω από τις ομοιότητες και τις διαφορές βυζαντινού μέλους και δημοτικού τραγουδιού. Ενώ όμως το πρώτο έχει την ασφάλεια της εκκλησίας, το δεύτερο (ως κοσμικό δημιούργημα) καλείται σήμερα να επιβιώσει σε έναν κόσμο ιδιαίτερα αφιλόξενο, ενδεχομένως και να αλλάξει, μετέχοντας σε ό,τι ονομάζεται «world music». Θα τα καταφέρει, κατά τη γνώμη σας;
Ν.Κ.: Καταρχάς, σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια! Την επαφή μου και τη γνώση μου για την παραδοσιακή μουσική την οφείλω εξ ολοκλήρου στον Χρόνη Αηδονίδη, ο οποίος συνηθίζει να λέει ότι «δύσκολα η ελληνική παράδοση μπορεί να χαθεί. Έχει ήδη περάσει κατά καιρούς δια πυρός και σιδήρου και παρέμεινε άθικτη». Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Η παραδοσιακή μουσική, όπως και η βυζαντινή, διαθέτει εγγενείς άμυνες. Έχει ήδη υπερβεί τις δυσκολίες της προφορικής διάσωσης και έχει εισέλθει στον κόσμο της τεχνολογίας, όπου μπορεί να καταγραφεί, εξασφαλίζοντας την πιστότητά της, που κάποτε υπήρξε ζητούμενο.
Ως προς το πώς μπορεί να εκφραστεί και να διαδίδεται στον σύγχρονο κόσμο, αυτό είναι σίγουρα ένα διαφορετικό και πιο ουσιώδες θέμα. Πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για βίωμα παράδοσης. Ακόμα και το πολύ σημαντικό έργο των πολιτιστικών παραδοσιακών συλλόγων σήμερα, όσων παρουσιάζουν ζωντανά τα χορευτικά συγκροτήματα με τις παραδοσιακές στολές και με παραδοσιακές ορχήστρες, αποσκοπεί επί της ουσίας περισσότερο στο να διαδώσει την ιστορική μνήμη και ένα πατριωτικό συναίσθημα που ασθμαίνει, παρά να αναβιώσει μια κατάσταση. Τελικά, μόνο ως τέτοιος μπορεί να σταθεί ο ρόλος της αυθεντικής παράδοσης σήμερα: ως σημείο αναφοράς και συνεχούς εκκίνησης για νέους δρόμους.
Λέμε βέβαια συχνά ότι η παράδοση δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι μουσειακό είδος. Ωστόσο σε μια κοινωνία στην οποία τα μουσεία και η ιστορική μνήμη θα είχαν πραγματικά τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να επιτελέσουν στην ψυχή και στη συνείδηση καθενός μας προσωπικά, τότε θα ήταν ζητούμενο η παράδοση να μπορεί να λειτουργεί ως μουσειακό είδος. Να μπορεί δηλαδή να «μιλά» σιωπηλή, χωρίς προλόγους και επεξηγήσεις και να αποκτήσει κάποιον χρηστικό ρόλο στη ζωή μας χωρίς ψυχαναγκασμό: να «εκτίθεται», αποκαλύπτοντας έναν ολόκληρο δεσμό αιώνων μεταξύ των ανθρώπων και να μπορούμε ως ακροατές να προτιμάμε να την ακούμε ευλαβικά, αντί να προσπαθούμε να αναβιώσουμε πανηγύρια ή έθιμά της με τα οποία κανένα βίωμα πλέον δεν μας συνδέει. Μας συνδέει όμως η ουσία τους κι αν είναι κάπου να εμμείνουμε, θα προτιμούσα εκεί.
Όσο για τη world μουσική, δεν τη θεωρώ ως κίνδυνο ή απειλή για το μέλλον της παράδοσης. Η παράδοση είναι το παρελθόν. Έχει εξασφαλίσει λοιπόν το μέλλον της. Δεν προβάλλεται ως νέο είδος, ανταγωνιστικό. Αποτελεί την πηγή από όπου αντλούν κατά καιρούς οι μουσικοί στοιχεία για να πειραματίζονται σε νέες τάσεις. Δεν το θεωρώ καθόλου κακό, ειδικά μάλιστα αν συνοδεύεται από γνώση και αισθητική, γιατί αρκετές απόπειρες δημιουργίας ενός καινούριου ήχου βασισμένου στην παράδοση, ισορροπούν μεταξύ του άκομψου και του προβλέψιμου –τουλάχιστον για τη δική μου αισθητική.
Ζούμε στον πυρετό της λίστας στα μουσικά περιοδικά, λογομαχώντας για και ψηφίζοντας (όπως και κάθε Δεκέμβρη) «τα καλύτερα άλμπουμ» της χρονιάς που φεύγει. Θα μας ενδιέφερε λοιπόν πολύ να μάθουμε για τις δικές σας προτιμήσεις από τη «σοδειά» του 2013...
Ν.Κ.: Χωρίς δεύτερη σκέψη, το You του Βασίλη Τσαμπρόπουλου, με συνθέσεις του, το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες από την Utopia. Είναι ένας δίσκος που έζησα σχεδόν από κοντά τη σύνθεσή του και τον έχω συνδυάσει με πολλά και σημαντικά γεγονότα της ζωής μου...
Β.Τ.: Σίγουρα θα ξεχώριζα το δισκογραφικό αφιέρωμα της Decca στον μέντορά μου, Vladimir Ashkenazy, το οποίο εκδόθηκε με ευκαιρία συμπλήρωσης 50 χρόνων συνεργασίας του με την εταιρεία. Πιστεύω ότι για έναν τόσο σπουδαίο πιανίστα, αποτελεί το επισφράγισμα μιας αξιοζήλευτης, πολύχρονης, παγκόσμιας καριέρας.