Λίγο πριν από τα φετινά Χριστούγεννα ο διεθνώς καταξιωμένος σολίστ στο πιάνο και σπουδαίος μουσικός, Βασίλης Τσαμπρόπουλος και η ψάλτρια / τραγουδίστρια της παραδοσιακής μας μουσικής, Νεκταρία Καραντζή θα παρουσιάσουν μία πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση της γέννησης του Θεανθρώπου, σε ένα μουσικό project, υπό τον ενδεικτικό τίτλο Γένεσις (19 & 26 Δεκεμβρίου στο «Gazarte»). Ο διάλογος της δυτικής και της βυζαντινής μουσικής μέσα από το προσωπικό βίωμα των δύο καλλιτεχνών ανοίγει –αυτονόητα- αρκετά πεδία συζήτησης, τα οποία και απαντήθηκαν στην από κοινού τους συνέντευξη στο MusicPaper.gr
Το Δελτίο Τύπου ενόψει των δύο παραστάσεων στο «Gazarte» αναφέρει «Δύο αναγνωρισμένοι, αλλά εντελώς διαφορετικοί καλλιτέχνες σε μία απρόβλεπτη σύμπραξη». Ποιο είναι το σημείο συνάντησης σας;
Β.Τ. Καταρχάς, θα πρέπει να σημειώσω ότι σπανιότατα στην καριέρα μου έχω συνεργαστεί με φωνές. Πέραν της εξαιρετικής Νένας Βενετσάνου, με την οποία έχω κάνει έναν δίσκο στο παρελθόν, η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με την αληθινή έννοια του όρου και επί της ουσίας, με ολοκληρωμένο project συναυλιών και ενός επερχόμενου από κοινού μας δίσκου από την ECM, είναι με τη Νεκταρία Καραντζή. Και όσο κι αν αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί τόλμημα, ενόψει της ιδιότητάς της, η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά στο θρησκευτικό μέλος και στην παράδοση, προσωπικά μέσα μου δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή την αντίθεση των μουσικών μας κόσμων, όπως αυτή γίνεται αισθητή πιθανώς στους τρίτους. Το κοινό σημείο μας δεν είναι απλώς το γεγονός ότι γνωρίζω και εγώ βυζαντινή μουσική, ότι είναι μια τέχνη που αγαπώ και που εν τέλει σε αυτήν οφείλω τη διεθνή επιτυχία του άλμπουμ μου «Akroasis», το οποίο υπήρξε εμπνευσμένο εξ ολοκλήρου από τους βυζαντινούς ύμνους. Είναι πιστεύω περισσότερο το γεγονός της κοινής αισθητικής μας για τη μουσική και της ιδιαίτερης ευελιξίας της Νεκταρίας να προσαρμοστεί στον κόσμο μου χωρίς να στερήσει από τη φωνή της το ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό βυζαντινό της χρώμα.
Ν.Κ. Θα ήθελα να συμπληρώσω ότι, αναμφισβήτητα, ένα από τα πιο σημαντικά κοινά σημεία της συνάντησής μας και ο λόγος που πιστεύω ότι έχει «πετύχει» ήδη αυτό το εγχείρημα, κατά τη γνώμη μου, είναι το γεγονός ότι ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος είναι ένας απίστευτα ευφυής μουσικός. Καταφέρνει να κινείται σε τόσο διαφορετικούς και απαιτητικούς χώρους και είδη μουσικής με εντυπωσιακή άνεση αλλά κυρίως με εξαιρετικά βαθιά γνώση. Τον χώρο της βυζαντινής μουσικής τον γνωρίζει εις βάθος και όχι επιδερμικά. Και έχει κατορθώσει το ακατόρθωτο. Στον συγκερασμένο ήχο του πιάνου έδωσε το ύφος και το περιβάλλον για να ανασάνουν οι δρόμοι της βυζαντινής μουσικής, με το χρώμα τους και την ατμόσφαιρά τους. Σίγουρα αν δεν ήταν σε αυτό το βαθμό γνώστης της τέχνης αυτής, η δική μου φωνή από μόνη της δεν θα έκανε τίποτα. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα νομίζω ως κοινό σημείο. Η πίστη μας στον Θεό. Αν ασχολείσαι με την τέχνη αυτή, απεκδύοντάς την από τη βασική της ταυτότητα, ρίζα και προορισμό, που βασίζεται στην πίστη στο Θεό, είναι σα να της αφαιρείς την πνοή της. Σε αυτό το εγχείρημα κανείς μας δεν προσέγγισε τους ύμνους απλώς ως τέχνη... Ή τουλάχιστον προσπαθήσαμε.
Ποιος είναι ο δρόμος που οδηγεί από την κλασική μουσική προς τον μυστικισμό της βυζαντινής, κ. Τσαμπρόπουλε;
Β.Τ. Ο δρόμος είναι κοινός. Η μουσική εν γένει είναι ένα δώρο. Είναι μια απομίμηση της πραγματικής τέχνης, που δεν βρίσκεται στον κόσμο αυτό και που υπερβαίνει τον άνθρωπο. Όταν την κατευθύνεις προς τον αληθινό προορισμό της, όταν δεν προσπαθείς να την προσαρμόσεις στα πάθη και τις αδυναμίες σου, αλλά αποδέχεσαι να την κατακτήσεις και να προσαρμοστείς εσύ στις απαιτήσεις και τους όρους της, τότε αρχίζεις να ανακαλύπτεις τον αληθινό κόσμο και το αληθινό νόημα της μουσικής. Τόσο στην κλασική όσο και στη βυζαντινή μουσική ο δρόμος πρέπει να είναι ασκητικός και μυστικός, αλλιώς δεν υπάρχει ούτε νόημα ούτε αποτέλεσμα.
Μετά από μία περίοδο που στιγματίστηκε από τη συνεργασία σας με τον Χρόνη Αηδονίδη, η «γέφυρα» σε έναν project σαν τη «Γένεσις» οδηγεί στις μουσικές σας ρίζες, κ. Καραντζή; Ν.Κ. Ο Χρόνης Αηδονίδης χαρακτηρίζει και θα χαρακτηρίζει πάντα το μεγαλύτερο κομμάτι της μουσικής μου πορείας. Είναι ο άνθρωπος που με καταξίωσε και μου έδωσε βήμα πλάι του με τόση γενναιοδωρία που δύσκολα συναντάς στους ανθρώπους. Μου προσέφερε και μου προσφέρει τη δυνατότητα να βιώσω την παράδοση ζωντανά από την πηγή. Και αυτό θα είναι πάντα η ανεκτίμητη κληρονομιά μου. Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος μου δίνει μια ακόμη σημαντική ευκαιρία όχι μόνο να εξακολουθώ να βρίσκομαι κοντά στις μουσικές μου ρίζες, μέσα από μια άλλη οπτική, αλλά να επικοινωνήσω την τέχνη μου με ένα κοινό, που πιθανώς δεν έχει τόση εξοικείωση ως προς αυτήν. Για μένα αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση. Ασφαλώς και νιώθω σε οικείο χώρο μέσα από projects όπως η «Γένεσις» που θα παρουσιάσουμε στο Gazarte ή οι «Ώρες» που παρουσιάσαμε φέτος το Πάσχα στο Μέγαρο. Πέραν όμως αυτών, θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι σημαντικό. Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος ως Μουσικός με την αληθινή έννοια του όρου, σε καλεί, θέλοντας και μη, με το παράδειγμα του, αν θέλεις πραγματικά να στέκεσαι επάξια δίπλα του, να υπερβαίνεις συνεχώς τον εαυτό σου και να ορίζεις εξ αρχής το νόημα των όρων και των μουσικών εννοιών. Δυστυχώς, όλοι όσοι ασχολούμαστε με την παράδοση αλλά και τη βυζαντινή μουσική, εύκολα συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε όρους, όπως: μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας, διευθυντής χορωδίας κ.α. Όταν βρίσκεσαι όμως κοντά σε μουσικούς, όπως ο Βασίλης, που έχουν πραγματικά αφιερώσει τη ζωή τους στην ασκητική της μουσικής και που από τα 7 τους χρόνια έχουν λιώσει πάνω από ένα μουσικό όργανο ή από την τέχνη της καλλιέργειας της φωνής τους, μέσω του κλασικού τραγουδιού, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που εύκολα εμείς οι «της Παράδοσης» και της «Ανατολικής Μουσικής», υποτιμάμε συχνά ως «φραγκολεβαντίνικα» και «δυτικά ακούσματα», εκτός της ελληνικής μας παιδείας, είναι, αν μη τι άλλο, μία μεγάλη αδικία και ίσως μία βολική υπεκφυγή, ένα άλλοθι. Καλώς ή κακώς, σε κάποιους χώρους μουσικής, όπως σε αυτόν της δυτικής κλασικής ερμηνείας και εκτέλεσης, τα κριτήρια παραμένουν ακόμα υψηλά, και δύσκολα οι πόρτες ανοίγουν για ημιμαθείς. Κάτι που δεν μπορείς να το αποφύγεις σε άλλα πεδία μουσικής, όπου μοιάζουν πιο «εύκολα» να τα προσεγγίσεις, χωρίς όμως να είναι πραγματικά, όπως σε αυτόν της παράδοσης. Ας αναλογιστούμε απλώς πόσοι έχουν ξεκινήσει από παράδοση ή βυζαντινή μουσική για να περάσουν στο έντεχνο και στο εμπορικό τραγούδι, επειδή για παράδειγμα θεωρούν εύκολο να πουν ένα «Τζιβαέρι» ή να κάνουν ένα δίσκο με παραδοσιακά, όπου καμία ΑΕΠΙ δεν θα τους ζητήσει να καταβάλλουν πνευματικά δικαιώματα. Στο φινάλε το πρόσφατου κοντσέρτου Ραχμάνινοφ που δώσατε στο Μέγαρο, δεχτήκατε μία εκδήλωση αγάπης από το κοινό, κ. Τσαμπρόπουλε. Ωστόσο, σε ένα έργο σαν και αυτό που θα παρουσιάσετε στο «Gazarte», μάλλον αυτή αποτελεί προϋπόθεση για το τελικό αποτέλεσμα, σωστά; Β.Τ Προϋπόθεση στην ψυχή μου για ένα μουσικό αποτέλεσμα, είτε αυτό αφορά στον κλασικό χώρο, είτε στη jazz σκηνή, είτε στη βυζαντινή μουσική και το συγκεκριμένο εγχείρημα που επιχειρούμε με τη Νεκταρία, είναι: να πιστεύω, να αγαπώ και να συμπαρασύρομαι από τη δυναμική του έργου και της ιδέας. Η αγάπη των ανθρώπων, όπως, όταν και όπου αυτή εκδηλώνεται είναι η αναγκαία επιβεβαίωση που έχεις ανάγκη αναμφισβήτητα για να συνεχίζεις, παρά τις οποίες αντιξοότητες. Ειδικά, βέβαια ως προς τη «Γένεσις», ξεκινήσαμε την ιδέα σε συνέχεια της μεγάλης επιτυχίας που είχε η παράσταση μας «Ώρες» το Πάσχα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η αγάπη που εισπράξαμε εκείνη τη βραδιά από τους ανθρώπους που μας τίμησαν, αλλά και από την μετέπειτα απήχηση του Τύπου, οπωσδήποτε λειτούργησε, ως ένα μεγάλο βαθμό, και ως η προϋπόθεση για να συνεχίσουμε με τη «Γένεσις». Ποια είναι η θέση της βυζαντινής μουσικής στο παγκοσμιοποιημένο παρόν, κ. Καραντζή; Ν.Κ. Η βυζαντινή μουσική διαθέτει εγγενείς άμυνες, ώστε να μην την αφορούν τα παγκοσμιοποιημένα παρόντα, αλλά ούτε και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα. Είναι μια Τέχνη που κατ' οικονομία μπορούμε να αποκαλούμε ως «Τέχνη». Ζει και ανασαίνει εντός του Ναού, ως λειτουργική μουσική. Κατά παραχώρηση αποχωρίζεται τον φυσικό της χώρο και παρουσιάζεται σε συναυλιακές αίθουσες. Κατά παραχώρηση επομένως το κάνω κι εγώ, όταν ψάλλω εκτός Ναού. Κατά παραχώρηση μπορεί επίσης να κριθεί και ως τέχνη μουσική σε σχέση με τη μια ή την άλλη κοινωνία ανά τους αιώνες. Υπό αυτήν και μόνο την έννοια και, θεωρώντας ως δεδομένο το διαχρονικό χαρακτήρα της και την υπερβατική αποστολή της, θα έλεγα πως σήμερα ευτυχώς παρότι έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική -έστω συχνά απλώς ως μέσο μορφής «καταξίωσης» και προβολής της ως ιδιαίτερης «ψαγμένης» μουσικής γνώσης για τη σύνταξη ενός εντυπωσιακού βιογραφικού...- ωστόσο ευτυχώς έχει διατηρήσει και παγκοσμίως, όπου ακούγεται, την ιδιαιτερότητα και το χαρακτήρα της. Ενώ είναι πολύ σημαντική η συμβολή σύγχρονων δασκάλων και μελετητών της βυζαντινής μουσικής, που μέσω συλλόγων, χορωδιών και μαθημάτων αγωνίζονται αθόρυβα για την ορθή διάσωσή της. Τι ακριβώς θα περιλαμβάνει η «Γένεσις» και ποιος είναι ο συμβολισμός των παραστάσεων; Ν.Κ. Η βασική ιδέα κινείται στο πρότυπο των «Ωρών», αλλά αυτή τη φορά το έργο είναι εμπνευσμένο από το θέμα της Γέννησης του Χριστού. Στο ρεπερτόριο θα κινηθούμε από τους κλασικούς της Δύσης και τις συνθέσεις του Βασίλη Τσαμπρόπουλου έως τους βυζαντινούς ύμνους των Χριστουγέννων, τους ψαλμούς του Δαυίδ και τα παραδοσιακά κάλαντα, μέσα από την αισθητική ασφαλώς της μουσικής του Βασίλη. Β.Τ. Ως προς το συμβολισμό νομίζουμε ότι από τον τίτλο είναι εμφανής. Θα προσεγγίσουμε το μυστήριο της Γέννησης του Θεανθρώπου, όπως αυτό το βίωσαν ποιητικές και χαρισματικές ψυχές ανά τον κόσμο και τους αιώνες, από τον προφητάνακτα Δαυίδ και τον Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, έως τον Bach και τον ανώνυμο λαϊκό ποιητή των παραδοσιακών καλαντισμών. Ένα κοινό χαρακτηριστικό μας με τη Νεκταρία είναι επίσης ο τρόπος που νιώθουμε την περίοδο των Χριστουγέννων. Μάλλον θα έλεγα το Πάσχα μας ταιριάζει πιο πολύ... Η παράσταση αυτή είναι για εμάς και μια ευκαιρία να «ξορκίσουμε», ας το πούμε έτσι, αυτή τη διάθεση, γιατί επιτέλους βρίσκουμε τον τρόπο να εκφράσουμε μουσικά την εσωτερική, μυστική και κατανυκτική μας προσέγγιση γι' αυτήν την περίοδο, πολύ πιο κοντά στο δικό μας πνεύμα των Χριστουγέννων που νομίζω μοιραζόμαστε, ως διάθεση, και με πολλούς άλλους ανθρώπους σαν κι εμάς... Σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία για την πατρίδα μας, ο πολιτισμός και η μουσική αποκτούν χαρακτήρα πολυτελείας; Ν.Κ. Ως ένα βαθμό ισχύει, παρότι είναι παράδοξο. Η μουσική είναι αναγκαιότητα στη ζωή του ανθρώπου ήδη από τη ώρα της σύλληψης του. Ο ήχος είναι η πρώτη οικεία έκφραση αγάπης. Πώς ένας όρος αναγκαιότητας μπορεί να γίνεται είδος πολυτελείας, είναι μάλλον άξιον απορίας. Ωστόσο και πάλι, στην Ελλάδα η πολιτιστική ζωή αναπνέει ακόμα... Β.Τ. Θα συμφωνήσω απόλυτα και θα ήθελα να συμπληρώσω ως προς αυτό ότι πράγματι ο κόσμος στην Ελλάδα, παρά τις δυσκολίες, εξακολουθεί να παρακολουθεί ποιοτικά καλλιτεχνικά δρώμενα. Όσο κι αν τα πράγματα έχουν αλλάξει από παλιά, αυτή η αναγκαιότητα της μουσικής ίσως τελικά υπερισχύει... Ν.Κ. Άλλωστε, πρόσφατο παράδειγμα ήταν ο κόσμος που κατέκλυσε τη μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου στο ρεσιτάλ Ραχμάνινοφ του Βασίλη το Νοέμβριο... Υπάρχουν κάποια κοινά σχέδια με αφετηρία τη συνεργασία σας με τη διεθνούς κύρους δισκογραφική εταιρεία ECM; Β.Τ. Η επερχόμενη κυκλοφορία του δίσκου μας «Ores» με την ECM είναι ένα πρόσφατο νέο που μας έχει δώσει πολλή χαρά. Με την ECM συνεργάζομαι από το 2000 και έχω τη χαρά να έχω εκδώσει ήδη 6 επιτυχημένους δίσκους με διεθνή απήχηση. Η συνεργασία με μια εταιρεία όπως αυτή, εξασφαλίζει παγκόσμια κυκλοφορία και ζωντανές εμφανίσεις ανά τον κόσμο. Ήμουν σίγουρος όταν τελειώσαμε την ηχογράφηση για την απάντηση του Manfred Eicher... Πρώτα ο Θεός, λίγο πριν το Πάσχα του 2014, ο δίσκος θα βρίσκεται στα χέρια μας και η πρώτη παρουσίασή του θα πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, κατά την ίδια περίοδο. Ν.Κ. Προσωπικά είμαι ευγνώμων γι' αυτό το δώρο που το οφείλω αποκλειστικά στον Βασίλη Τσαμπρόπουλο. Γνωρίζω πολύ καλά χρόνια τώρα τι σημαίνει ECM, τι σημαίνει το αυστηρό και επιλεκτικό κριτήριο του Eicher, όπως και πόσοι καλλιτέχνες ανά τον κόσμο επιδιώκουν να βρεθούν στο ενεργητικό της εταιρείας. Γι' αυτό θεωρώ ευλογία που μέσω του Βασίλη μου δίνεται αυτή η ευκαιρία. Ποιο είναι το μήνυμα των φετινών Χριστουγέννων; Β.Τ. Υπομονή και πίστη. Ας κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας να ανατρέψουμε τα δεδομένα της ζωής μας, αλλά χωρίς άγχος και καταθλίψεις. Συχνά ενεργούμε σαν όλα να περνούν από τα χέρια μας. Δεν είναι όμως ο άνθρωπος Θεός. Ας αφήσουμε και το Θεό να ενεργεί για μας... Ν.Κ. Συμφωνώ απόλυτα!
Πηγή: www.musicpaper.gr
Ν.Κ. Θα ήθελα να συμπληρώσω ότι, αναμφισβήτητα, ένα από τα πιο σημαντικά κοινά σημεία της συνάντησής μας και ο λόγος που πιστεύω ότι έχει «πετύχει» ήδη αυτό το εγχείρημα, κατά τη γνώμη μου, είναι το γεγονός ότι ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος είναι ένας απίστευτα ευφυής μουσικός. Καταφέρνει να κινείται σε τόσο διαφορετικούς και απαιτητικούς χώρους και είδη μουσικής με εντυπωσιακή άνεση αλλά κυρίως με εξαιρετικά βαθιά γνώση. Τον χώρο της βυζαντινής μουσικής τον γνωρίζει εις βάθος και όχι επιδερμικά. Και έχει κατορθώσει το ακατόρθωτο. Στον συγκερασμένο ήχο του πιάνου έδωσε το ύφος και το περιβάλλον για να ανασάνουν οι δρόμοι της βυζαντινής μουσικής, με το χρώμα τους και την ατμόσφαιρά τους. Σίγουρα αν δεν ήταν σε αυτό το βαθμό γνώστης της τέχνης αυτής, η δική μου φωνή από μόνη της δεν θα έκανε τίποτα. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα νομίζω ως κοινό σημείο. Η πίστη μας στον Θεό. Αν ασχολείσαι με την τέχνη αυτή, απεκδύοντάς την από τη βασική της ταυτότητα, ρίζα και προορισμό, που βασίζεται στην πίστη στο Θεό, είναι σα να της αφαιρείς την πνοή της. Σε αυτό το εγχείρημα κανείς μας δεν προσέγγισε τους ύμνους απλώς ως τέχνη... Ή τουλάχιστον προσπαθήσαμε.
Ποιος είναι ο δρόμος που οδηγεί από την κλασική μουσική προς τον μυστικισμό της βυζαντινής, κ. Τσαμπρόπουλε;
Β.Τ. Ο δρόμος είναι κοινός. Η μουσική εν γένει είναι ένα δώρο. Είναι μια απομίμηση της πραγματικής τέχνης, που δεν βρίσκεται στον κόσμο αυτό και που υπερβαίνει τον άνθρωπο. Όταν την κατευθύνεις προς τον αληθινό προορισμό της, όταν δεν προσπαθείς να την προσαρμόσεις στα πάθη και τις αδυναμίες σου, αλλά αποδέχεσαι να την κατακτήσεις και να προσαρμοστείς εσύ στις απαιτήσεις και τους όρους της, τότε αρχίζεις να ανακαλύπτεις τον αληθινό κόσμο και το αληθινό νόημα της μουσικής. Τόσο στην κλασική όσο και στη βυζαντινή μουσική ο δρόμος πρέπει να είναι ασκητικός και μυστικός, αλλιώς δεν υπάρχει ούτε νόημα ούτε αποτέλεσμα.
Μετά από μία περίοδο που στιγματίστηκε από τη συνεργασία σας με τον Χρόνη Αηδονίδη, η «γέφυρα» σε έναν project σαν τη «Γένεσις» οδηγεί στις μουσικές σας ρίζες, κ. Καραντζή; Ν.Κ. Ο Χρόνης Αηδονίδης χαρακτηρίζει και θα χαρακτηρίζει πάντα το μεγαλύτερο κομμάτι της μουσικής μου πορείας. Είναι ο άνθρωπος που με καταξίωσε και μου έδωσε βήμα πλάι του με τόση γενναιοδωρία που δύσκολα συναντάς στους ανθρώπους. Μου προσέφερε και μου προσφέρει τη δυνατότητα να βιώσω την παράδοση ζωντανά από την πηγή. Και αυτό θα είναι πάντα η ανεκτίμητη κληρονομιά μου. Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος μου δίνει μια ακόμη σημαντική ευκαιρία όχι μόνο να εξακολουθώ να βρίσκομαι κοντά στις μουσικές μου ρίζες, μέσα από μια άλλη οπτική, αλλά να επικοινωνήσω την τέχνη μου με ένα κοινό, που πιθανώς δεν έχει τόση εξοικείωση ως προς αυτήν. Για μένα αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση. Ασφαλώς και νιώθω σε οικείο χώρο μέσα από projects όπως η «Γένεσις» που θα παρουσιάσουμε στο Gazarte ή οι «Ώρες» που παρουσιάσαμε φέτος το Πάσχα στο Μέγαρο. Πέραν όμως αυτών, θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι σημαντικό. Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος ως Μουσικός με την αληθινή έννοια του όρου, σε καλεί, θέλοντας και μη, με το παράδειγμα του, αν θέλεις πραγματικά να στέκεσαι επάξια δίπλα του, να υπερβαίνεις συνεχώς τον εαυτό σου και να ορίζεις εξ αρχής το νόημα των όρων και των μουσικών εννοιών. Δυστυχώς, όλοι όσοι ασχολούμαστε με την παράδοση αλλά και τη βυζαντινή μουσική, εύκολα συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε όρους, όπως: μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας, διευθυντής χορωδίας κ.α. Όταν βρίσκεσαι όμως κοντά σε μουσικούς, όπως ο Βασίλης, που έχουν πραγματικά αφιερώσει τη ζωή τους στην ασκητική της μουσικής και που από τα 7 τους χρόνια έχουν λιώσει πάνω από ένα μουσικό όργανο ή από την τέχνη της καλλιέργειας της φωνής τους, μέσω του κλασικού τραγουδιού, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που εύκολα εμείς οι «της Παράδοσης» και της «Ανατολικής Μουσικής», υποτιμάμε συχνά ως «φραγκολεβαντίνικα» και «δυτικά ακούσματα», εκτός της ελληνικής μας παιδείας, είναι, αν μη τι άλλο, μία μεγάλη αδικία και ίσως μία βολική υπεκφυγή, ένα άλλοθι. Καλώς ή κακώς, σε κάποιους χώρους μουσικής, όπως σε αυτόν της δυτικής κλασικής ερμηνείας και εκτέλεσης, τα κριτήρια παραμένουν ακόμα υψηλά, και δύσκολα οι πόρτες ανοίγουν για ημιμαθείς. Κάτι που δεν μπορείς να το αποφύγεις σε άλλα πεδία μουσικής, όπου μοιάζουν πιο «εύκολα» να τα προσεγγίσεις, χωρίς όμως να είναι πραγματικά, όπως σε αυτόν της παράδοσης. Ας αναλογιστούμε απλώς πόσοι έχουν ξεκινήσει από παράδοση ή βυζαντινή μουσική για να περάσουν στο έντεχνο και στο εμπορικό τραγούδι, επειδή για παράδειγμα θεωρούν εύκολο να πουν ένα «Τζιβαέρι» ή να κάνουν ένα δίσκο με παραδοσιακά, όπου καμία ΑΕΠΙ δεν θα τους ζητήσει να καταβάλλουν πνευματικά δικαιώματα. Στο φινάλε το πρόσφατου κοντσέρτου Ραχμάνινοφ που δώσατε στο Μέγαρο, δεχτήκατε μία εκδήλωση αγάπης από το κοινό, κ. Τσαμπρόπουλε. Ωστόσο, σε ένα έργο σαν και αυτό που θα παρουσιάσετε στο «Gazarte», μάλλον αυτή αποτελεί προϋπόθεση για το τελικό αποτέλεσμα, σωστά; Β.Τ Προϋπόθεση στην ψυχή μου για ένα μουσικό αποτέλεσμα, είτε αυτό αφορά στον κλασικό χώρο, είτε στη jazz σκηνή, είτε στη βυζαντινή μουσική και το συγκεκριμένο εγχείρημα που επιχειρούμε με τη Νεκταρία, είναι: να πιστεύω, να αγαπώ και να συμπαρασύρομαι από τη δυναμική του έργου και της ιδέας. Η αγάπη των ανθρώπων, όπως, όταν και όπου αυτή εκδηλώνεται είναι η αναγκαία επιβεβαίωση που έχεις ανάγκη αναμφισβήτητα για να συνεχίζεις, παρά τις οποίες αντιξοότητες. Ειδικά, βέβαια ως προς τη «Γένεσις», ξεκινήσαμε την ιδέα σε συνέχεια της μεγάλης επιτυχίας που είχε η παράσταση μας «Ώρες» το Πάσχα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η αγάπη που εισπράξαμε εκείνη τη βραδιά από τους ανθρώπους που μας τίμησαν, αλλά και από την μετέπειτα απήχηση του Τύπου, οπωσδήποτε λειτούργησε, ως ένα μεγάλο βαθμό, και ως η προϋπόθεση για να συνεχίσουμε με τη «Γένεσις». Ποια είναι η θέση της βυζαντινής μουσικής στο παγκοσμιοποιημένο παρόν, κ. Καραντζή; Ν.Κ. Η βυζαντινή μουσική διαθέτει εγγενείς άμυνες, ώστε να μην την αφορούν τα παγκοσμιοποιημένα παρόντα, αλλά ούτε και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα. Είναι μια Τέχνη που κατ' οικονομία μπορούμε να αποκαλούμε ως «Τέχνη». Ζει και ανασαίνει εντός του Ναού, ως λειτουργική μουσική. Κατά παραχώρηση αποχωρίζεται τον φυσικό της χώρο και παρουσιάζεται σε συναυλιακές αίθουσες. Κατά παραχώρηση επομένως το κάνω κι εγώ, όταν ψάλλω εκτός Ναού. Κατά παραχώρηση μπορεί επίσης να κριθεί και ως τέχνη μουσική σε σχέση με τη μια ή την άλλη κοινωνία ανά τους αιώνες. Υπό αυτήν και μόνο την έννοια και, θεωρώντας ως δεδομένο το διαχρονικό χαρακτήρα της και την υπερβατική αποστολή της, θα έλεγα πως σήμερα ευτυχώς παρότι έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική -έστω συχνά απλώς ως μέσο μορφής «καταξίωσης» και προβολής της ως ιδιαίτερης «ψαγμένης» μουσικής γνώσης για τη σύνταξη ενός εντυπωσιακού βιογραφικού...- ωστόσο ευτυχώς έχει διατηρήσει και παγκοσμίως, όπου ακούγεται, την ιδιαιτερότητα και το χαρακτήρα της. Ενώ είναι πολύ σημαντική η συμβολή σύγχρονων δασκάλων και μελετητών της βυζαντινής μουσικής, που μέσω συλλόγων, χορωδιών και μαθημάτων αγωνίζονται αθόρυβα για την ορθή διάσωσή της. Τι ακριβώς θα περιλαμβάνει η «Γένεσις» και ποιος είναι ο συμβολισμός των παραστάσεων; Ν.Κ. Η βασική ιδέα κινείται στο πρότυπο των «Ωρών», αλλά αυτή τη φορά το έργο είναι εμπνευσμένο από το θέμα της Γέννησης του Χριστού. Στο ρεπερτόριο θα κινηθούμε από τους κλασικούς της Δύσης και τις συνθέσεις του Βασίλη Τσαμπρόπουλου έως τους βυζαντινούς ύμνους των Χριστουγέννων, τους ψαλμούς του Δαυίδ και τα παραδοσιακά κάλαντα, μέσα από την αισθητική ασφαλώς της μουσικής του Βασίλη. Β.Τ. Ως προς το συμβολισμό νομίζουμε ότι από τον τίτλο είναι εμφανής. Θα προσεγγίσουμε το μυστήριο της Γέννησης του Θεανθρώπου, όπως αυτό το βίωσαν ποιητικές και χαρισματικές ψυχές ανά τον κόσμο και τους αιώνες, από τον προφητάνακτα Δαυίδ και τον Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, έως τον Bach και τον ανώνυμο λαϊκό ποιητή των παραδοσιακών καλαντισμών. Ένα κοινό χαρακτηριστικό μας με τη Νεκταρία είναι επίσης ο τρόπος που νιώθουμε την περίοδο των Χριστουγέννων. Μάλλον θα έλεγα το Πάσχα μας ταιριάζει πιο πολύ... Η παράσταση αυτή είναι για εμάς και μια ευκαιρία να «ξορκίσουμε», ας το πούμε έτσι, αυτή τη διάθεση, γιατί επιτέλους βρίσκουμε τον τρόπο να εκφράσουμε μουσικά την εσωτερική, μυστική και κατανυκτική μας προσέγγιση γι' αυτήν την περίοδο, πολύ πιο κοντά στο δικό μας πνεύμα των Χριστουγέννων που νομίζω μοιραζόμαστε, ως διάθεση, και με πολλούς άλλους ανθρώπους σαν κι εμάς... Σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία για την πατρίδα μας, ο πολιτισμός και η μουσική αποκτούν χαρακτήρα πολυτελείας; Ν.Κ. Ως ένα βαθμό ισχύει, παρότι είναι παράδοξο. Η μουσική είναι αναγκαιότητα στη ζωή του ανθρώπου ήδη από τη ώρα της σύλληψης του. Ο ήχος είναι η πρώτη οικεία έκφραση αγάπης. Πώς ένας όρος αναγκαιότητας μπορεί να γίνεται είδος πολυτελείας, είναι μάλλον άξιον απορίας. Ωστόσο και πάλι, στην Ελλάδα η πολιτιστική ζωή αναπνέει ακόμα... Β.Τ. Θα συμφωνήσω απόλυτα και θα ήθελα να συμπληρώσω ως προς αυτό ότι πράγματι ο κόσμος στην Ελλάδα, παρά τις δυσκολίες, εξακολουθεί να παρακολουθεί ποιοτικά καλλιτεχνικά δρώμενα. Όσο κι αν τα πράγματα έχουν αλλάξει από παλιά, αυτή η αναγκαιότητα της μουσικής ίσως τελικά υπερισχύει... Ν.Κ. Άλλωστε, πρόσφατο παράδειγμα ήταν ο κόσμος που κατέκλυσε τη μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου στο ρεσιτάλ Ραχμάνινοφ του Βασίλη το Νοέμβριο... Υπάρχουν κάποια κοινά σχέδια με αφετηρία τη συνεργασία σας με τη διεθνούς κύρους δισκογραφική εταιρεία ECM; Β.Τ. Η επερχόμενη κυκλοφορία του δίσκου μας «Ores» με την ECM είναι ένα πρόσφατο νέο που μας έχει δώσει πολλή χαρά. Με την ECM συνεργάζομαι από το 2000 και έχω τη χαρά να έχω εκδώσει ήδη 6 επιτυχημένους δίσκους με διεθνή απήχηση. Η συνεργασία με μια εταιρεία όπως αυτή, εξασφαλίζει παγκόσμια κυκλοφορία και ζωντανές εμφανίσεις ανά τον κόσμο. Ήμουν σίγουρος όταν τελειώσαμε την ηχογράφηση για την απάντηση του Manfred Eicher... Πρώτα ο Θεός, λίγο πριν το Πάσχα του 2014, ο δίσκος θα βρίσκεται στα χέρια μας και η πρώτη παρουσίασή του θα πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, κατά την ίδια περίοδο. Ν.Κ. Προσωπικά είμαι ευγνώμων γι' αυτό το δώρο που το οφείλω αποκλειστικά στον Βασίλη Τσαμπρόπουλο. Γνωρίζω πολύ καλά χρόνια τώρα τι σημαίνει ECM, τι σημαίνει το αυστηρό και επιλεκτικό κριτήριο του Eicher, όπως και πόσοι καλλιτέχνες ανά τον κόσμο επιδιώκουν να βρεθούν στο ενεργητικό της εταιρείας. Γι' αυτό θεωρώ ευλογία που μέσω του Βασίλη μου δίνεται αυτή η ευκαιρία. Ποιο είναι το μήνυμα των φετινών Χριστουγέννων; Β.Τ. Υπομονή και πίστη. Ας κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας να ανατρέψουμε τα δεδομένα της ζωής μας, αλλά χωρίς άγχος και καταθλίψεις. Συχνά ενεργούμε σαν όλα να περνούν από τα χέρια μας. Δεν είναι όμως ο άνθρωπος Θεός. Ας αφήσουμε και το Θεό να ενεργεί για μας... Ν.Κ. Συμφωνώ απόλυτα!
Πηγή: www.musicpaper.gr